κοινωφελής: Difference between revisions

From LSJ

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=koinofelis
|Transliteration C=koinofelis
|Beta Code=koinwfelh/s
|Beta Code=koinwfelh/s
|Definition=ές, [[of common utility]], <span class="bibl">Ph.2.404</span>, al., Gal.14.296, <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>1409.19</span> (iii A.D.), <span class="bibl">Just.<span class="title">Nov.</span>7.2.1</span>: Comp., <span class="bibl">Max.Tyr.41.1</span>: Sup., <span class="bibl">Ph.1.389</span>.
|Definition=κοινωφελές, [[of common utility]], Ph.2.404, al., Gal.14.296, ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''1409.19 (iii A.D.), Just.''Nov.''7.2.1: Comp., Max.Tyr.41.1: Sup., Ph.1.389.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κοινωφελής -ές &#91;[[κοινός]], [[ὠφελέω]]] [[in het algemeen belang]].
|elnltext=κοινωφελής -ές &#91;[[κοινός]], [[ὠφελέω]]] [[in het algemeen belang]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 11:07, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοινωφελής Medium diacritics: κοινωφελής Low diacritics: κοινωφελής Capitals: ΚΟΙΝΩΦΕΛΗΣ
Transliteration A: koinōphelḗs Transliteration B: koinōphelēs Transliteration C: koinofelis Beta Code: koinwfelh/s

English (LSJ)

κοινωφελές, of common utility, Ph.2.404, al., Gal.14.296, POxy.1409.19 (iii A.D.), Just.Nov.7.2.1: Comp., Max.Tyr.41.1: Sup., Ph.1.389.

German (Pape)

[Seite 1470] ές, gemeinnützig, Philo u. a. Sp.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοινωφελής -ές [κοινός, ὠφελέω] in het algemeen belang.

Russian (Dvoretsky)

κοινωφελής: общеполезный (Aesch. - v.l. к κοινοφιλής Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

κοινωφελής: -ές, χρήσιμος εἰς τὸ κοινόν, ὠφέλιμος, Γαλην. 14. 296, Φίλων 2. 404.

Greek Monolingual

-ές (AM κοινωφελής, -ές)
αυτός που ωφελεί την κοινωνία, αυτός που εξυπηρετεί το κοινωνικό σύνολο («κοινωφελή ιδρύματα»).
επίρρ...
κοινωφελώς (AM κοινωφελῶς)
με τρόπο που ωφελεί την κοινωνία, κατά τρόπο ωφέλιμο στο κοινό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -ωφελής (< ὄφελος), πρβλ. επωφελής, ψυχωφελής. Το -ω- κατά τον νόμο της εκτάσεως εν συνθέσει. Διατηρήθηκε επί πλέον και στο παρ. του ὄφελος, ὠφελῶ, κατ' αναλογία προς τα -ωφελής, και από αυτό πέρασε στα μεταρρημ. παρ. ωφέλεια, ωφελήσιμος, ωφέλιμος].