ἁγίασμα: Difference between revisions

From LSJ

ἀναμαρτήτως ζῆν καὶ τοῖς ἄλλοις ἀλύπωςlive in a manner above reproach and without offence to others

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}})" to "$1$3 $2")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=agiasma
|Transliteration C=agiasma
|Beta Code=a(gi/asma
|Beta Code=a(gi/asma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[ἁγιαστήριον]], <span class="bibl">LXX <span class="title">Am.</span> 7.13</span>,al. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[holiness]], ib. <span class="bibl"><span class="title">Ps.</span>92(93).5</span>.</span>
|Definition=-ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> = [[ἁγιαστήριον]], [[LXX]] ''Am.'' 7.13,al.<br><span class="bld">II</span> [[holiness]], ib. ''Ps.''92(93).5.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 18: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἁγίασμα''': -ατος, τό, ([[ἁγιάζω]]), ἅγιον, [[ἱερόν]], ἡγιασμένον· «οὐ βρωθήσεται, [[ἁγίασμα]] γάρ ἐστι.» Ο΄, Ἕξοδ. 29, 34. β) [[ἁγιαστήριον]], ἡ σκηνὴ τοῦ μαρτυρίου, ὁ [[ναός]]. Ἔξοδ. 25, 7. Παραλ. Α΄, 22, 19. Β΄, 26, 18. Ἰουδὶθ 5, 19. Ψαλμ. 95, 6. Σειρὰχ 36, 18, 47, 13. Ἡσαΐ. 8, 44. Μακκ. Α΄, 1, 21, 39. κτλ. γ) ἡ ἁγία [[τράπεζα]] Χριστιανικοῦ ναοῦ, Εὐσέβ. ΙΙ, 677Α. δ) τὰ συστατικὰ τῶν μυστηρίων τῆς μεταλήψεως, συνήθως ἐν τῷ πληθ. Γρηγ. Θ. 1048Β. Βασ. IV, 797A, B. 804A. Γρηγ. Νύσσ. ΙΙ, 225C. ε) ἡγιασμένον [[ὕδωρ]], [[ἁγιασμός]]· «[[ἁγίασμα]] τῶν Φώτων», Κ. Πορφ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 141, 13. ζ) [[ἁγιότης]], [[ἁγιωσύνη]], Ψαλμ. 92, 5. Σειρὰχ 45, 12.
|lstext='''ἁγίασμα''': -ατος, τό, ([[ἁγιάζω]]), ἅγιον, [[ἱερόν]], ἡγιασμένον· «οὐ βρωθήσεται, [[ἁγίασμα]] γάρ ἐστι.» Ο΄, Ἕξοδ. 29, 34. β) [[ἁγιαστήριον]], ἡ σκηνὴ τοῦ μαρτυρίου, ὁ [[ναός]]. Ἔξοδ. 25, 7. Παραλ. Α΄, 22, 19. Β΄, 26, 18. Ἰουδὶθ 5, 19. Ψαλμ. 95, 6. Σειρὰχ 36, 18, 47, 13. Ἡσαΐ. 8, 44. Μακκ. Α΄, 1, 21, 39. κτλ. γ) ἡ ἁγία [[τράπεζα]] Χριστιανικοῦ ναοῦ, Εὐσέβ. ΙΙ, 677Α. δ) τὰ συστατικὰ τῶν μυστηρίων τῆς μεταλήψεως, συνήθως ἐν τῷ πληθ. Γρηγ. Θ. 1048Β. Βασ. IV, 797A, B. 804A. Γρηγ. Νύσσ. ΙΙ, 225C. ε) ἡγιασμένον [[ὕδωρ]], [[ἁγιασμός]]· «[[ἁγίασμα]] τῶν Φώτων», Κ. Πορφ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 141, 13. ζ) [[ἁγιότης]], [[ἁγιωσύνη]], Ψαλμ. 92, 5. Σειρὰχ 45, 12.
}}
{{elmes
|esmgtx=τό [[rito de purificación]] ἁγίοις ἁγιασθεὶς ἁγιάσμασι <b class="b3">consagrado por medio de sagrados ritos de purificación</b> P IV 522
}}
}}

Latest revision as of 11:07, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁγίασμα Medium diacritics: ἁγίασμα Low diacritics: αγίασμα Capitals: ΑΓΙΑΣΜΑ
Transliteration A: hagíasma Transliteration B: hagiasma Transliteration C: agiasma Beta Code: a(gi/asma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A = ἁγιαστήριον, LXX Am. 7.13,al.
II holiness, ib. Ps.92(93).5.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
I 1objeto sagrado, santo ἐπιθήσεις τὸ πέταλον τὸ ἁ. ἐπὶ τὴν μίτραν LXX Ex.29.6, esp. del sello ἐκτύπωμα σφραγῖδος, ἁ. κυρίου LXX Ex.28.36, Si.45.12, γράμματα ἐκτετυπωμένα σφραγῖδος, ἁ. κυρίῳ LXX Ex.36.37, cf. Gr.Nyss.M.46.784B.
2 lugar santo, santuario καὶ ποιήσεις μοι ἁ. LXX Ex.25.8, τὴν σταφυλὴν τοῦ ἁ. σου οὐκ ἐκτρυγήσεις LXX Le.25.5, ὅτι ἁ. βασιλέως ἐστι LXX Am.7.13, τὰ δεξιὰ μέρη τοῦ ἁ. Herm.Vis.3.2.1, θρόνος δόξης ὑψωμένος ἁ. ἡμῶν LXX Ie.17.12, del κόσμος Ph.1.337.
II 1santificación, santidad τῷ οἴῳ σου πρέπει ἁγίασμα, κύριε LXX Ps.92.5, Ιερουσαλημ πόλις ἁγιάσματος LXX Psalm.Salom.8.4, cf. 11.7.
2 sacramento, sacrificio Basil.M.32.804A
rito de purificación, PMag.4.522.

German (Pape)

[Seite 14] τό, geweihter, heiliger Ort, VLL, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

ἁγίασμα: -ατος, τό, (ἁγιάζω), ἅγιον, ἱερόν, ἡγιασμένον· «οὐ βρωθήσεται, ἁγίασμα γάρ ἐστι.» Ο΄, Ἕξοδ. 29, 34. β) ἁγιαστήριον, ἡ σκηνὴ τοῦ μαρτυρίου, ὁ ναός. Ἔξοδ. 25, 7. Παραλ. Α΄, 22, 19. Β΄, 26, 18. Ἰουδὶθ 5, 19. Ψαλμ. 95, 6. Σειρὰχ 36, 18, 47, 13. Ἡσαΐ. 8, 44. Μακκ. Α΄, 1, 21, 39. κτλ. γ) ἡ ἁγία τράπεζα Χριστιανικοῦ ναοῦ, Εὐσέβ. ΙΙ, 677Α. δ) τὰ συστατικὰ τῶν μυστηρίων τῆς μεταλήψεως, συνήθως ἐν τῷ πληθ. Γρηγ. Θ. 1048Β. Βασ. IV, 797A, B. 804A. Γρηγ. Νύσσ. ΙΙ, 225C. ε) ἡγιασμένον ὕδωρ, ἁγιασμός· «ἁγίασμα τῶν Φώτων», Κ. Πορφ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 141, 13. ζ) ἁγιότης, ἁγιωσύνη, Ψαλμ. 92, 5. Σειρὰχ 45, 12.

Léxico de magia

τό rito de purificación ἁγίοις ἁγιασθεὶς ἁγιάσμασι consagrado por medio de sagrados ritos de purificación P IV 522