ἐπιπώλησις: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
(6_8)
m (LSJ1 replacement)
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epipolisis
|Transliteration C=epipolisis
|Beta Code=e)pipw/lhsis
|Beta Code=e)pipw/lhsis
|Definition=εως, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">going round, visitation</b>, a name given by Gramm. to the latter half of <span class="bibl">Il.4</span>, <span class="title">IG</span>14.1290.59 (prob.), cf. <span class="bibl">Str.9.1.10</span>, Plu.2.29a.</span>
|Definition=-εως, ἡ, [[going round]], [[visitation]], a name given by Gramm. to the latter half of Il.4, ''IG''14.1290.59 (prob.), cf. Str.9.1.10, Plu.2.29a.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0974.png Seite 974]] ἡ, das Umhergehen, die Heerschau, so hieß die letzte Hälfte des vierten Buches der Iliade, Plut. de aud. poet. 9 u. Eust.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0974.png Seite 974]] ἡ, das Umhergehen, die Heerschau, so hieß die letzte Hälfte des vierten Buches der Iliade, Plut. de aud. poet. 9 u. Eust.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />[[action de passer en revue]], [[revue]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιπωλέομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιπώλησις:''' εως ἡ [[обход]], [[осмотр]]: Ἀγαμέμνονος ἐ. «[[смотр Агамемнона]]» (заглавие ст. 223-544 IV песни Илиады, данное в XII в. н. э. Евстафием Фессалоникийским).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιπώλησις''': -εως, ἡ, τὸ περιέρχεσθαι, [[ἐπίσκεψις]], ἐπιθεώρησις, [[ὄνομα]] διδόμενον ὑπὸ τῶν γραμματικῶν εἰς τὸ δεύτερον ἥμισυ τοῦ Δ τῆς Ἰλ., Συλλ. Ἐπιγρ. 6129b. 59, πρβλ. Πλούτ. 2. 29Α.
|lstext='''ἐπιπώλησις''': -εως, ἡ, τὸ περιέρχεσθαι, [[ἐπίσκεψις]], ἐπιθεώρησις, [[ὄνομα]] διδόμενον ὑπὸ τῶν γραμματικῶν εἰς τὸ δεύτερον ἥμισυ τοῦ Δ τῆς Ἰλ., Συλλ. Ἐπιγρ. 6129b. 59, πρβλ. Πλούτ. 2. 29Α.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπιπώλησις]], ἡ (Α) [[επιπωλούμαι]]<br />[[επίσκεψη]], [[επιθεώρηση]] και [[ιδίως]] όνομα που απέδιδαν οι αρχαίοι γραμματικοί στο δεύτερο μισό της ραψωδίας Δ της Ιλιάδας («τοῦ Ἀγαμέμνονος ἐν τῇ ἐπιπωλήσει τὸν Διομήδην λοιδορήσαντος», <b>Πλούτ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιπώλησις:''' -εως, ἡ, [[περιφορά]], [[τριγύρισμα]], [[επιθεώρηση]], όνομα που δόθηκε στο δεύτερο μισό του Δ της Ομήρ. Ιλ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐπιπώλησις]], εως [from [[ἐπιπωλέομαι]]<br />a [[going]] [[round]], [[inspection]], [[name]] given to the [[latter]] [[half]] of Il. 4.
}}
}}

Latest revision as of 11:08, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιπώλησις Medium diacritics: ἐπιπώλησις Low diacritics: επιπώλησις Capitals: ΕΠΙΠΩΛΗΣΙΣ
Transliteration A: epipṓlēsis Transliteration B: epipōlēsis Transliteration C: epipolisis Beta Code: e)pipw/lhsis

English (LSJ)

-εως, ἡ, going round, visitation, a name given by Gramm. to the latter half of Il.4, IG14.1290.59 (prob.), cf. Str.9.1.10, Plu.2.29a.

German (Pape)

[Seite 974] ἡ, das Umhergehen, die Heerschau, so hieß die letzte Hälfte des vierten Buches der Iliade, Plut. de aud. poet. 9 u. Eust.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de passer en revue, revue.
Étymologie: ἐπιπωλέομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιπώλησις: εως ἡ обход, осмотр: Ἀγαμέμνονος ἐ. «смотр Агамемнона» (заглавие ст. 223-544 IV песни Илиады, данное в XII в. н. э. Евстафием Фессалоникийским).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιπώλησις: -εως, ἡ, τὸ περιέρχεσθαι, ἐπίσκεψις, ἐπιθεώρησις, ὄνομα διδόμενον ὑπὸ τῶν γραμματικῶν εἰς τὸ δεύτερον ἥμισυ τοῦ Δ τῆς Ἰλ., Συλλ. Ἐπιγρ. 6129b. 59, πρβλ. Πλούτ. 2. 29Α.

Greek Monolingual

ἐπιπώλησις, ἡ (Α) επιπωλούμαι
επίσκεψη, επιθεώρηση και ιδίως όνομα που απέδιδαν οι αρχαίοι γραμματικοί στο δεύτερο μισό της ραψωδίας Δ της Ιλιάδας («τοῦ Ἀγαμέμνονος ἐν τῇ ἐπιπωλήσει τὸν Διομήδην λοιδορήσαντος», Πλούτ.).

Greek Monotonic

ἐπιπώλησις: -εως, ἡ, περιφορά, τριγύρισμα, επιθεώρηση, όνομα που δόθηκε στο δεύτερο μισό του Δ της Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

ἐπιπώλησις, εως [from ἐπιπωλέομαι
a going round, inspection, name given to the latter half of Il. 4.