σμηκτικός: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=smiktikos
|Transliteration C=smiktikos
|Beta Code=smhktiko/s
|Beta Code=smhktiko/s
|Definition=ή, όν, [[purgative]], of medicines, Diphil.Med. ap. <span class="bibl">Ath.2.55b</span>, <span class="bibl">64b</span>; [[detersive]], ὀδόντων σ. δύναμις Dsc.2.4, cf. <span class="bibl">Luc.<span class="title">Am.</span>39</span>.
|Definition=σμηκτική, σμηκτικόν, [[purgative]], of medicines, Diphil.Med. ap. Ath.2.55b, 64b; [[detersive]], ὀδόντων σ. δύναμις Dsc.2.4, cf. Luc.''Am.''39.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=σμηκτικός --όν [σμήχω] [[reinigend]].
|elnltext=σμηκτικός -ή -όν [σμήχω] [[reinigend]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 11:09, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σμηκτικός Medium diacritics: σμηκτικός Low diacritics: σμηκτικός Capitals: ΣΜΗΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: smēktikós Transliteration B: smēktikos Transliteration C: smiktikos Beta Code: smhktiko/s

English (LSJ)

σμηκτική, σμηκτικόν, purgative, of medicines, Diphil.Med. ap. Ath.2.55b, 64b; detersive, ὀδόντων σ. δύναμις Dsc.2.4, cf. Luc.Am.39.

German (Pape)

[Seite 910] zum Reiben, Abwischen, Reinigen gehörig. geschickt, Diosc. u. a. Sp., wie Luc. amor. 39.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σμηκτικός -ή -όν [σμήχω] reinigend.

Russian (Dvoretsky)

σμηκτικός: служащий для чистки (ὀδόντων σμηκτικαὶ δυνάμεις Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

σμηκτικός: -ή, -όν, καθαρτικός, ἐπὶ φαρμάκων τινῶν, Δίφιλ. ὁ ἰατρ. παρ’ Ἀθην. 55Β, 64Ε· δύναμις σμ. τῶν ὀδόντων Διοσκ. 2. 4, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ή, -ό / σμηκτικός, -ή, -όν, ΝΑ σμήκτης
1. ο σχετικός με το σμήγμα ή με τη σμήξη
2. (κυρίως για φάρμακα) αυτός που έχει καθαρτική δύναμη («ἔτι δὲ σμηκτικοὶ [οἱ βολβοί] καὶ ἀμβλυντικοὶ ὄψεως», Αθήν.)
νεοελλ.
φρ. α) «σμηκτική κατάσταση»
φυσ.-χημ. μεσόμορφη κατάσταση της ύλης, που βρίσκεται πλησιέστερα προς τη στερεά κρυσταλλική κατάσταση παρά προς την υγρά και στην οποία τα μόρια είναι διατεταγμένα σε παράλληλα και ισαπέχοντα μεταξύ τους επίπεδα
β) «σμηκτικό σώμα»
φυσ. σώμα που παρουσιάζει σμηκτική κατάσταση
γ) «σμηκτικό επίπεδο» — επίπεδο που σχετίζεται με την ύπαρξη σμηκτικής κατάστασης.