μίσθαρνος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' ἐσθ' ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → but death is the ultimate healer of ills

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+), " to "$1$2, ")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mistharnos
|Transliteration C=mistharnos
|Beta Code=mi/sqarnos
|Beta Code=mi/sqarnos
|Definition=ὁ, (μισθός, ἄρνυμαι) [[wageearner]], <span class="bibl">Poll.4.48</span>, Hsch. [[sub verbo|s.v.]] [[πελάται]].
|Definition=ὁ, ([[μισθός]], [[ἄρνυμαι]]) [[salaried worker]], [[wage-earner]], Poll.4.48, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[πελάται]].
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:09, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μίσθαρνος Medium diacritics: μίσθαρνος Low diacritics: μίσθαρνος Capitals: ΜΙΣΘΑΡΝΟΣ
Transliteration A: místharnos Transliteration B: mistharnos Transliteration C: mistharnos Beta Code: mi/sqarnos

English (LSJ)

ὁ, (μισθός, ἄρνυμαι) salaried worker, wage-earner, Poll.4.48, Hsch. s.v. πελάται.

German (Pape)

[Seite 190] = μισθάρνης, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

μίσθαρνος: ὁ, = μισθάρνης, Πολυδ. Δ΄, 48, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μίσθαρνος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που αναλαμβάνει να εκτελέσει εργασία αποβλέποντας μόνο στη χρηματική αμοιβή την οποία θα λάβει, χωρίς να ενδιαφέρεται για ηθικές αξίες, αρχές και ιδέες και ιδίως αυτήν του πατριωτισμού («μίσθαρνο όργανο της ξένης προπαγάνδας»)
αρχ.
αυτός που εργάζεται λαμβάνοντας μισθό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. μισθὸν ἄρνυσθαιεργάζομαι με μισθό»), πρβλ. ρ. μισθαρνῶ].

Mantoulidis Etymological

μισθάρνης (=μισθωτός ἐργάτης). Ἀπό τό μισθός + ἄρνυμαι (=παίρνω, κερδίζω).
Παράγωγα: μισθαρνέω -ῶ, μισθαρνητικός, μισθαρνία, μισθαρνικός.