μονόστιχος: Difference between revisions Search Google

From LSJ

τὰν ἐπὶ τᾶς → Either with this or on this | Come back victorious or dead

Plutarch, Moralia, 241
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=monostichos
|Transliteration C=monostichos
|Beta Code=mono/stixos
|Beta Code=mono/stixos
|Definition=ον, [[consisting of one verse]], ἐπίγραμμα <span class="title">AP</span>11.312 (Lucill.), <span class="bibl">Luc.<span class="title">Demon.</span>44</span>; [[μονόστιχα]] [[single verses]], <span class="bibl">Plu.<span class="title">Pomp.</span>27</span>.
|Definition=μονόστιχον, [[consisting of one verse]], ἐπίγραμμα ''AP''11.312 (Lucill.), Luc.''Demon.''44; [[μονόστιχα]] [[single verses]], Plu.''Pomp.''27.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:09, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόστῐχος Medium diacritics: μονόστιχος Low diacritics: μονόστιχος Capitals: ΜΟΝΟΣΤΙΧΟΣ
Transliteration A: monóstichos Transliteration B: monostichos Transliteration C: monostichos Beta Code: mono/stixos

English (LSJ)

μονόστιχον, consisting of one verse, ἐπίγραμμα AP11.312 (Lucill.), Luc.Demon.44; μονόστιχα single verses, Plu.Pomp.27.

German (Pape)

[Seite 205] aus einer Reihe, ei nem Verse bestehend; ἐπίγραμμα, Lucill. 75 (XI, 312); Luc. Demon. 44.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se compose d'un seul vers.
Étymologie: μόνος, στίχος.

Russian (Dvoretsky)

μονόστῐχος: состоящий из одного лишь стиха (ἐπίγραμμα Anth.): τὰ μονόστιχα Plut. одностишия.

Greek (Liddell-Scott)

μονόστῐχος: -ον, ὁ ἐξ ἑνὸς στίχου ἀποτελούμενος, ἐπίγραμμα Ἀνθ. Π. 11. 312· τὰ μ., στίχοι μόνοι ἀποτελοῦντες ἔννοιαν αὐτοτελῆ, Πλουτ. Πομπ. 27· πρβλ. δίστιχος.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μονόστιχος, -ον)
1. αυτός που αποτελείται από έναν στίχο
2. το ουδ. ως ουσ. το μονόστιχο(ν)
ένας και μόνο στίχος ο οποίος αποτελεί αυτοτελή έννοια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + στίχος (πρβλ. πολύστιχος)].

Greek Monotonic

μονόστιχος: -ον, αυτός που αποτελείται από έναν μόνο στίχο, σε Ανθ.· τὰ μονόστιχα, μονόστιχα, σε Πλούτ.

Middle Liddell

μονό-στῐχος, ον
consisting of one verse, Anth.; τὰ μ. single verses, Plut.