ἐξαπατητικός: Difference between revisions

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
(Bailly1_2)
m (LSJ1 replacement)
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eksapatitikos
|Transliteration C=eksapatitikos
|Beta Code=e)capathtiko/s
|Beta Code=e)capathtiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">calculated to deceive</b>, τῶν πολεμίων <span class="bibl">X.<span class="title">Eq.Mag.</span>4.12</span>, <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>2.93</span>. Adv. -κῶς <span class="bibl">Poll.4.24</span>.</span>
|Definition=ἐξαπατητική, ἐξαπατητικόν, [[calculated to deceive]], τῶν πολεμίων X.''Eq.Mag.''4.12, S.E.''M.''2.93. Adv. [[ἐξαπατητικῶς]] Poll.4.24.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[que induce a engaño a]] c. gen. τῶν πολεμίων X.<i>Eq.Mag</i>.4.12, cf. Poll.4.47<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. τὸ εἰκαῖον καὶ ἐξαπατητικόν S.E.<i>M</i>.2.93.<br /><b class="num">2</b> adv. -ῶς [[falazmente]] Apollon.<i>Lex</i>.128.5, Poll.4.24.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0870.png Seite 870]] ή, όν, betrügerisch, täuschend, τινός, Xen. Hipparch. 4, 12 u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0870.png Seite 870]] ή, όν, betrügerisch, täuschend, τινός, Xen. Hipparch. 4, 12 u. Sp.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />[[propre à tromper]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐξαπατάω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξᾰπᾰτητικός:''' [[рассчитанный на обман]], [[вводящий в заблуждение]] (τῶν πολεμίων Xen.; [[εἰκαῖος]] καὶ ἐ. Sext.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξαπατητικός''': -ή, -όν, ὁ ἐξαπατῶν, ὁ δυνάμενος νὰ ἐξαπατήσῃ, τοῦτο ἐξαπατητικὸν τῶν πολεμίων Ξεν. Ἱππαρχ. 4. 12, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 2. 93. - Ἐπίρρ. -κῶς, [[Πολυδ]]. Δ΄, 24.
|lstext='''ἐξαπατητικός''': -ή, -όν, ὁ ἐξαπατῶν, ὁ δυνάμενος νὰ ἐξαπατήσῃ, τοῦτο ἐξαπατητικὸν τῶν πολεμίων Ξεν. Ἱππαρχ. 4. 12, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 2. 93. - Ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. Δ΄, 24.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ή, όν :<br />propre à tromper.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξαπατάω]].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἐξαπατητικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> ο [[κατάλληλος]] ή [[ικανός]] να εξαπατά («καὶ τοῦτο γὰρ ἐξαπατητικόν τῶν πολεμίων», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται για [[εξαπάτηση]], ο [[παραπλανητικός]], ο [[απατηλός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐξᾰπᾰτητικός:''' -ή, -όν, αυτός που είναι προορισμένος να εξαπατήσει, σε Ξεν.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἐξᾰπᾰτητικός, ή, όν <i>adj</i><br />calculated to [[deceive]], Xen.
}}
}}

Latest revision as of 11:11, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξᾰπατητικός Medium diacritics: ἐξαπατητικός Low diacritics: εξαπατητικός Capitals: ΕΞΑΠΑΤΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: exapatētikós Transliteration B: exapatētikos Transliteration C: eksapatitikos Beta Code: e)capathtiko/s

English (LSJ)

ἐξαπατητική, ἐξαπατητικόν, calculated to deceive, τῶν πολεμίων X.Eq.Mag.4.12, S.E.M.2.93. Adv. ἐξαπατητικῶς Poll.4.24.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 que induce a engaño a c. gen. τῶν πολεμίων X.Eq.Mag.4.12, cf. Poll.4.47
neutr. subst. τὸ εἰκαῖον καὶ ἐξαπατητικόν S.E.M.2.93.
2 adv. -ῶς falazmente Apollon.Lex.128.5, Poll.4.24.

German (Pape)

[Seite 870] ή, όν, betrügerisch, täuschend, τινός, Xen. Hipparch. 4, 12 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à tromper.
Étymologie: ἐξαπατάω.

Russian (Dvoretsky)

ἐξᾰπᾰτητικός: рассчитанный на обман, вводящий в заблуждение (τῶν πολεμίων Xen.; εἰκαῖος καὶ ἐ. Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαπατητικός: -ή, -όν, ὁ ἐξαπατῶν, ὁ δυνάμενος νὰ ἐξαπατήσῃ, τοῦτο ἐξαπατητικὸν τῶν πολεμίων Ξεν. Ἱππαρχ. 4. 12, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 2. 93. - Ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. Δ΄, 24.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἐξαπατητικός, -ή, -όν)
1. ο κατάλληλος ή ικανός να εξαπατά («καὶ τοῦτο γὰρ ἐξαπατητικόν τῶν πολεμίων», Ξεν.)
2. αυτός που γίνεται για εξαπάτηση, ο παραπλανητικός, ο απατηλός.

Greek Monotonic

ἐξᾰπᾰτητικός: -ή, -όν, αυτός που είναι προορισμένος να εξαπατήσει, σε Ξεν.

Middle Liddell

ἐξᾰπᾰτητικός, ή, όν adj
calculated to deceive, Xen.