μυχόνδε: Difference between revisions
Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=mychonde | |Transliteration C=mychonde | ||
|Beta Code=muxo/nde | |Beta Code=muxo/nde | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> Adv. [[to the far corner]], [[μεγάροιο]] ib.22.270.<br><span class="bld">II</span> [[inwards]], Emp. 100.23. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:12, 25 August 2023
English (LSJ)
A Adv. to the far corner, μεγάροιο ib.22.270.
II inwards, Emp. 100.23.
German (Pape)
[Seite 224] ins Innerste, ἀνεχώρησαν μεγάροιο μυχόνδε, Od. 22, 270.
French (Bailly abrégé)
adv.
au fond avec mouv.
Étymologie: μυχός, -δε.
Russian (Dvoretsky)
μῠχόνδε: adv. в глубину, в самый дальний угол (μεγάροιο Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
μῠχόνδε: Ἐπίρρ., εἰς τὴν ἐν τῷ μυχῷ γωνίαν, Ὀδ. Χ. 270, Ἐμπεδ. 465.
English (Autenrieth)
to the inmost part, Od. 22.270†.
Greek Monolingual
μυχόνδε (Α)
επίρρ. προς τον μυχό, προς τα ενδότατα, προς τα μέσα («μνηστῆρες δ' ἀνεχώρησαν μεγάροιο μυχόνδε», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυχόν + επιρρμ. κατάλ. -δε, που δηλώνει την εις τόπον κίνηση (πρβλ. θαλαμόνδε, οικόνδε)].
Greek Monotonic
μῠχόνδε: (μυχός), επίρρ., προς την απομακρυσμένη εσωτερική γωνία, σε Ομήρ. Οδ.