κρεανομία: Difference between revisions

From LSJ

ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kreanomia
|Transliteration C=kreanomia
|Beta Code=kreanomi/a
|Beta Code=kreanomi/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[distribution of meat]], <span class="bibl">Theopomp.Hist.205</span> (pl.), <span class="title">IG</span> 22.1245.5, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Prom.</span>5</span>: pl., <span class="title">IG</span>22.334.25, <span class="bibl">Porph.<span class="title">Abst.</span>2.30</span>.</span>
|Definition=ἡ, [[distribution of meat]], Theopomp.Hist.205 (pl.), ''IG'' 22.1245.5, Luc.''Prom.''5: pl., ''IG''22.334.25, Porph.''Abst.''2.30.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''κρεᾱνομία''': ἡ, διανομὴ [[κρεῶν]], Λατ. visceratio, Θεοπόμπ. Ἱστ. 238, Ἐπιγραφ. Ἀττ. ἐν τῷ Ussing σ. 47, Λουκ. Προμ. 5, Ἀθήν. 532D· κτλ.· ἐφθαρμένος τις [[τύπος]] κρεωνομία, ἀπαντᾷ παρὰ Πολυδ. Α΄, 34 καὶ Κλήμ. Ἀλ.· καὶ [[κρεωνομέω]] παρὰ Κυρίλ.· ἴδε Πόρσ. Προοίμ. εἰς Εὐρ. Ἑκ. σ. 8.
|btext=ας (ἡ) :<br />[[distribution des chairs d'une victime]].<br />'''Étymologie:''' [[κρεανόμος]].
}}
{{elnl
|elnltext=κρεανομία -ας, , ook κρεονομία [κρεανόμος] [[verdeling van het vlees]].
}}
{{pape
|ptext=[εᾱ], , <i>[[Verteilung]] des Fleisches der [[Opfertiere]] [[unter]] die [[Teilnehmer]] am Opferschmause, [[visceratio]]</i>; Luc. <i>Prom</i>. 5; Ath. XII.532d, 534d.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ας (ἡ) :<br />distribution des chairs d’une victime.<br />'''Étymologie:''' [[κρεανόμος]].
|elrutext='''κρεᾱνομία:''' [[распределение жертвенного мяса]] (между участниками жертвенного пира) Luc.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 28:
|lsmtext='''κρεᾱνομία:''' ἡ, [[διανομή]], διαμοίρασμα κρέατος, σε Λουκ. κ.λπ.
|lsmtext='''κρεᾱνομία:''' ἡ, [[διανομή]], διαμοίρασμα κρέατος, σε Λουκ. κ.λπ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κρεᾱνομία:''' ἡ [[распределение жертвенного мяса]] (между участниками жертвенного пира) Luc.
|lstext='''κρεᾱνομία''': , διανομὴ [[κρεῶν]], Λατ. visceratio, Θεοπόμπ. Ἱστ. 238, Ἐπιγραφ. Ἀττ. ἐν τῷ Ussing σ. 47, Λουκ. Προμ. 5, Ἀθήν. 532D· κτλ.· ἐφθαρμένος τις [[τύπος]] κρεωνομία, ἀπαντᾷ παρὰ Πολυδ. Α΄, 34 καὶ Κλήμ. Ἀλ.· καὶ [[κρεωνομέω]] παρὰ Κυρίλ.· ἴδε Πόρσ. Προοίμ. εἰς Εὐρ. Ἑκ. σ. 8.
}}
{{elnl
|elnltext=κρεανομία -ας, , ook κρεονομία [κρεανόμος] verdeling van het vlees.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κρεᾱνομία, ἡ,<br />a [[distribution]] of [[flesh]], Luc., etc.
|mdlsjtxt=κρεᾱνομία, ἡ,<br />a [[distribution]] of [[flesh]], Luc., etc.
}}
}}

Latest revision as of 11:13, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρεᾱνομία Medium diacritics: κρεανομία Low diacritics: κρεανομία Capitals: ΚΡΕΑΝΟΜΙΑ
Transliteration A: kreanomía Transliteration B: kreanomia Transliteration C: kreanomia Beta Code: kreanomi/a

English (LSJ)

ἡ, distribution of meat, Theopomp.Hist.205 (pl.), IG 22.1245.5, Luc.Prom.5: pl., IG22.334.25, Porph.Abst.2.30.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
distribution des chairs d'une victime.
Étymologie: κρεανόμος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρεανομία -ας, ἡ, ook κρεονομία [κρεανόμος] verdeling van het vlees.

German (Pape)

[εᾱ], ἡ, Verteilung des Fleisches der Opfertiere unter die Teilnehmer am Opferschmause, visceratio; Luc. Prom. 5; Ath. XII.532d, 534d.

Russian (Dvoretsky)

κρεᾱνομία:распределение жертвенного мяса (между участниками жертвенного пира) Luc.

Greek Monolingual

κρεανομία και κρεονομία και κρεωνομία, ἡ (Α) κρεανόμος
διανομή κρέατος, ιδίως τών σφαγίων κατά τη θυσία.

Greek Monotonic

κρεᾱνομία: ἡ, διανομή, διαμοίρασμα κρέατος, σε Λουκ. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

κρεᾱνομία: ἡ, διανομὴ κρεῶν, Λατ. visceratio, Θεοπόμπ. Ἱστ. 238, Ἐπιγραφ. Ἀττ. ἐν τῷ Ussing σ. 47, Λουκ. Προμ. 5, Ἀθήν. 532D· κτλ.· ἐφθαρμένος τις τύπος κρεωνομία, ἀπαντᾷ παρὰ Πολυδ. Α΄, 34 καὶ Κλήμ. Ἀλ.· καὶ κρεωνομέω παρὰ Κυρίλ.· ἴδε Πόρσ. Προοίμ. εἰς Εὐρ. Ἑκ. σ. 8.

Middle Liddell

κρεᾱνομία, ἡ,
a distribution of flesh, Luc., etc.