τρυγάνη: Difference between revisions

From LSJ

Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=trygani
|Transliteration C=trygani
|Beta Code=truga/nh
|Beta Code=truga/nh
|Definition=ἡ, = <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[tribula]], expld. as <b class="b3">τ. ἡ τὸν σῖτον ἀλοῶσα</b>, <span class="title">Gloss.</span> (post <b class="b3">τρυτ-</b>); cf. [[τυκάνη]].</span>
|Definition=ἡ, = [[tribula]], expld. as <b class="b3">τ. ἡ τὸν σῖτον ἀλοῶσα</b>, ''Glossaria'' (post <b class="b3">τρυτ-</b>); cf. [[τυκάνη]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br />όργανο κυλινδρικού σχήματος κατάλληλο για το [[αλώνισμα]] σιτηρών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. της λ. [[τυκάνη]], κατ' [[επίδραση]] του ρ. <i>τρυγῶ</i> (Ι), αν δεν πρόκειται για εσφ. γρφ.].
|mltxt=ἡ, Α<br />όργανο κυλινδρικού σχήματος κατάλληλο για το [[αλώνισμα]] σιτηρών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. της λ. [[τυκάνη]], κατ' [[επίδραση]] του ρ. <i>τρυγῶ</i> (Ι), αν δεν πρόκειται για εσφ. γρφ.].
}}
}}

Latest revision as of 11:14, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρυγάνη Medium diacritics: τρυγάνη Low diacritics: τρυγάνη Capitals: ΤΡΥΓΑΝΗ
Transliteration A: trygánē Transliteration B: tryganē Transliteration C: trygani Beta Code: truga/nh

English (LSJ)

ἡ, = tribula, expld. as τ. ἡ τὸν σῖτον ἀλοῶσα, Glossaria (post τρυτ-); cf. τυκάνη.

Greek Monolingual

ἡ, Α
όργανο κυλινδρικού σχήματος κατάλληλο για το αλώνισμα σιτηρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. τυκάνη, κατ' επίδραση του ρ. τρυγῶ (Ι), αν δεν πρόκειται για εσφ. γρφ.].