μνημήϊον: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον σκάπτε, ἔνδονπηγή τοῦ ἀγαθοῦ καί ἀεί ἀναβλύειν δυναμένη, ἐάν ἀεί σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig. | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.

Source
mNo edit summary
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mnimiion
|Transliteration C=mnimiion
|Beta Code=mnhmh/i+on
|Beta Code=mnhmh/i+on
|Definition=τό, Ion. for [[μνημεῖον]]. <span class="sense"><span class="bld">II</span> μνημήϊος, ον, [[bearing record]], στήλη <span class="title">Supp.Epigr.</span>1.456 (Phrygia).</span>
|Definition=τό, Ion. for [[μνημεῖον]].<br><span class="bld">II</span> μνημήϊος, ον, [[bearing record]], στήλη ''Supp.Epigr.''1.456 (Phrygia).
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 11:14, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μνημήϊον Medium diacritics: μνημήϊον Low diacritics: μνημήϊον Capitals: ΜΝΗΜΗΪΟΝ
Transliteration A: mnēmḗïon Transliteration B: mnēmēion Transliteration C: mnimiion Beta Code: mnhmh/i+on

English (LSJ)

τό, Ion. for μνημεῖον.
II μνημήϊος, ον, bearing record, στήλη Supp.Epigr.1.456 (Phrygia).

Greek Monolingual

μνημείο, το (ΑΜ μνημεῖον, Α δωρ. τ. μναμεῖον και ιων. τ. μνημήϊον)
1. αντικείμενο το οποίο ανακαλεί στη μνήμη πρόσωπο ή πράγμα, αντικείμενο για ενθύμηση, για ανάμνηση («μνημεῖα ὅρκων», Ευρ.)
2. οικοδόμημα το οποίο ανεγείρεται στον τάφο κάποιου προς τιμή και ανάμνησή του («στο ιερό περιβόλι... ξεχωρίζει ορθοστύλωτο ανάμεσα στα μνημεία τών πολέμαρχων», Παλαμ.)
3. τάφος («πάντες οἱ ἐν τοῖς μνημείοις ἀκούσονται τῆς φωνῆς αὐτοῦ», ΚΔ)
4. έργο αρχιτεκτονικό ή γλυπτικό ιδρυμένο προς τιμήν και ανάμνηση προσώπου ή γεγονότος (α. «το μνημείο του Φιλοπάππου» β. «μνημεῖον μὲν οὖν αὐτοῦ ἐν Μαγνησίᾳ ἐστὶ τῇ Ἀσιανῇ ἐν τῇ ἀγορᾷ», Θουκ.)
νεοελλ.
1. έργο τέχνης ή λόγου το οποίο θεωρείται ως αριστούργημα και ως λαμπρό δείγμα της εποχής κατά την οποία δημιουργήθηκε («το μνημείο του Παρθενώνα»)
2. (ειρωνικά) χαρακτηριστικό δείγμα («η αγόρευσή του ήταν μνημείο ασάφειας»)
3. φρ. α) «μνημεία λόγου» — τα συγγράμματα της αρχαιότητας («οι αρχαίες ελληνικές τραγωδίες είναι μνημεία λόγου»)
β) «ιστορικό μνημείο», μεμονωμένο αρχιτεκτονικό μνημείο ή ιστορικό σύνολο που κρίνεται διατηρητέο λόγω της εθνικής, ιστορικής, πολιτιστικής ή καλλιτεχνικής του αξίας
μσν.
στον πληθ. τὰ μνημεῖα
νεκροταφείο
αρχ.
1. ενθύμηση, ανάμνηση
2. κάλπη η οποία περιέχει την τέφρα νεκρού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. μνημεῖος/μνημήϊος (< μνῆμα + κατάλ. -ήϊος/εῖος)].

German (Pape)

[Seite 194] τό, ion. = μνημεῖον, Her.

French (Bailly abrégé)

ion. c. μνημεῖον.

Greek Monotonic

μνημήϊον: τό, Ιων. αντί μνημεῖον.

Russian (Dvoretsky)

μνημήϊον: ион. = μνημεῖον.