σκύλευμα: Difference between revisions

From LSJ

τὸ τῶν γεωργῶν ὅσαι τε ἄλλαι τέχναι (Plato, Timaeus 17c10) → the class of farmers and other such crafts(men)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=skylevma
|Transliteration C=skylevma
|Beta Code=sku/leuma
|Beta Code=sku/leuma
|Definition=ατος, τό, usually in plural, [[arm]]s [[strip]]ped off a [[slain]] [[enemy]], [[spoil]]s, <span class="bibl">E.<span class="title">Ph.</span>857</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ion</span> 1145</span>, <span class="bibl">Th.4.44</span>.
|Definition=-ατος, τό, usually in plural, [[arm]]s [[strip]]ped off a [[slain]] [[enemy]], [[spoil]]s, E.''Ph.''857, ''Ion'' 1145, Th.4.44.
}}
{{ls
|lstext='''σκύλευμα''': [ῡ], τό, [[μάλιστα]] ἐν τῷ πληθ., τὰ ὅπλα τὰ λαμβανόμενα ἐκ φονευθέντος ἐχθροῦ, [[λάφυρα]], Εὐρ. Φοίν. 857, Ἴων. 1145, Θουκ. 4. 44.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />dépouille d'un ennemi tué ; dépouille <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' [[σκυλεύω]].
|btext=ατος (τό) :<br />dépouille d'un ennemi tué ; dépouille <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' [[σκυλεύω]].
}}
{{elnl
|elnltext=σκύλευμα -ατος, τό [σκυλεύω] wapenrusting afgenomen van een gedode vijand: wapenbuit, meestal plur.
}}
{{pape
|ptext=τό, <i>das [[Erbeutete]], der Raub</i>, bes. <i>die dem getöteten [[Feinde]] abgenommene [[Rüstung]]</i>; Eur. <i>Phoen</i>. 864, <i>Rhes</i>. 593, <i>Ion</i> 1145, Thuc. 4.44.
}}
{{elru
|elrutext='''σκύλευμα:''' ατος (κῡ) τό (только pl.) снятые (с убитого врага) доспехи ([[πολέμια]] σκυλεύματα Eur.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 28:
|lsmtext='''σκύλευμα:''' [ῠ], -ατος, τό, κατά κανόνα στον πληθ., όπλα που έχουν αφαιρεθεί από σκοτωμένο εχθρό, [[λάφυρα]], [[λεία]], σε Ευρ., Θουκ.
|lsmtext='''σκύλευμα:''' [ῠ], -ατος, τό, κατά κανόνα στον πληθ., όπλα που έχουν αφαιρεθεί από σκοτωμένο εχθρό, [[λάφυρα]], [[λεία]], σε Ευρ., Θουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σκύλευμα:''' ατος (κῡ) τό (только pl.) снятые (с убитого врага) доспехи ([[πολέμια]] σκυλεύματα Eur.).
|lstext='''σκύλευμα''': [ῡ], τό, [[μάλιστα]] ἐν τῷ πληθ., τὰ ὅπλα τὰ λαμβανόμενα ἐκ φονευθέντος ἐχθροῦ, [[λάφυρα]], Εὐρ. Φοίν. 857, Ἴων. 1145, Θουκ. 4. 44.
}}
{{elnl
|elnltext=σκύλευμα -ατος, τό [σκυλεύω] wapenrusting afgenomen van een gedode vijand: wapenbuit, meestal plur.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Latest revision as of 11:15, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῡλευμα Medium diacritics: σκύλευμα Low diacritics: σκύλευμα Capitals: ΣΚΥΛΕΥΜΑ
Transliteration A: skýleuma Transliteration B: skyleuma Transliteration C: skylevma Beta Code: sku/leuma

English (LSJ)

-ατος, τό, usually in plural, arms stripped off a slain enemy, spoils, E.Ph.857, Ion 1145, Th.4.44.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
dépouille d'un ennemi tué ; dépouille en gén.
Étymologie: σκυλεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκύλευμα -ατος, τό [σκυλεύω] wapenrusting afgenomen van een gedode vijand: wapenbuit, meestal plur.

German (Pape)

τό, das Erbeutete, der Raub, bes. die dem getöteten Feinde abgenommene Rüstung; Eur. Phoen. 864, Rhes. 593, Ion 1145, Thuc. 4.44.

Russian (Dvoretsky)

σκύλευμα: ατος (κῡ) τό (только pl.) снятые (с убитого врага) доспехи (πολέμια σκυλεύματα Eur.).

Greek Monolingual

τὸ, Α σκυλεύω
1. πράγμα που έχει σκυλευθεί, αντικείμενο προερχόμενο από σκύλευση
2. (ειδικότερα στον ενν. και στον πληθ.) τα όπλα που προέρχονται απο σκύλευση σκοτωμένου εχθρού, τα λάφυρα (α. «λαβὼν ἀπαρχὰς πολεμίων σκυλευμάτων», Ευρ.
β. «ἀνεχώρουν κατὰ τάχος... ἔχοντες τὰ σκυλεύματα καὶ τοὺς ἑαυτῶν νεκρούς», Θουκ.).

Greek Monotonic

σκύλευμα: [ῠ], -ατος, τό, κατά κανόνα στον πληθ., όπλα που έχουν αφαιρεθεί από σκοτωμένο εχθρό, λάφυρα, λεία, σε Ευρ., Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

σκύλευμα: [ῡ], τό, μάλιστα ἐν τῷ πληθ., τὰ ὅπλα τὰ λαμβανόμενα ἐκ φονευθέντος ἐχθροῦ, λάφυρα, Εὐρ. Φοίν. 857, Ἴων. 1145, Θουκ. 4. 44.

Middle Liddell

σκύ¯λευμα, ατος, τό,
mostly in plural the arms stripped off a slain enemy, spoils, Eur., Thuc. [from σκῡλεύω]

English (Woodhouse)

arms taken from the dead

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)