ὀνοματώδης: Difference between revisions
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=onomatodis | |Transliteration C=onomatodis | ||
|Beta Code=o)nomatw/dhs | |Beta Code=o)nomatw/dhs | ||
|Definition= | |Definition=ὀνοματώδες, [[of the nature of a name]]: <b class="b3">λόγος ὀ.</b> a [[nominal]] definition, Arist.''AP''0.93b31. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:19, 25 August 2023
English (LSJ)
ὀνοματώδες, of the nature of a name: λόγος ὀ. a nominal definition, Arist.AP0.93b31.
German (Pape)
[Seite 349] ες, namenartig, substantivisch, Arist. an. post. 2, 10 u. Sp.
Russian (Dvoretsky)
ὀνομᾰτώδης: похожий на название, имеющий характер имени: λόγος ὀ. Arst. номинальное высказывание, т. е. определение через раскрытие того, что содержится в самом названии.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνομᾰτώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς ὄνομα, λόγος ὀνοματώδης, ὁρισμὸς ὀνοματικός, Ἀριστ. Ἀναλ. Ὕστ. 2. 10, 2.
Greek Monolingual
-ες (Α ὀνοματώδης, -ῶδες) όνομα
1. ο κατά το είδος, κατά τη μορφή του ονόματος, της λέξης
2. φρ. «ὀνοματώδης ὁρισμός» — ορισμός που απορρέει από την ετυμολογική μόνον υφή της λέξης, επομένως ατελής, διότι δεν περιέχει το ουσιώδες περιεχόμενο της αντίστοιχης έννοιας, λ.χ. μεγαλοψυχία σημαίνει το να έχει κανείς μεγάλη ψυχή
αρχ.
αυτός που είναι όμοιος με όνομα, ονοματικός.