προεέργω: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297
(34)
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=proeergo
|Transliteration C=proeergo
|Beta Code=proee/rgw
|Beta Code=proee/rgw
|Definition=Ep. for <b class="b3">Προείργω</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">hinder</b> or <b class="b2">stop by standing before</b>, c.acc. et inf., πάντας προέεργε ὁδεύειν <span class="bibl">Il.11.569</span>.</span>
|Definition=Ep. for [[Προείργω]], [[hinder]] or [[stop by standing before]], c.acc. et inf., πάντας προέεργε ὁδεύειν Il.11.569.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0718.png Seite 718]] ep. statt προείργω, vorher abhalten, hindern, πάντας δὲ προέεργε θοὰς ἐπὶ νῆας ὁδεύειν, Il. 11, 569.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0718.png Seite 718]] ep. statt προείργω, vorher abhalten, hindern, πάντας δὲ προέεργε θοὰς ἐπὶ νῆας ὁδεύειν, Il. 11, 569.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''προεέργω''': Ἐπικ. ἀντὶ [[προείργω]], [[ἐμποδίζω]] ἢ σταματῶ ἱστάμενος [[ἔμπροσθεν]], μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., πάντας δὲ προέεργε θοὰς ἐπὶ νῆας ὁδεύειν, «πάντας, φησί, τοὺς Τρῶας, ἐπὶ τὰς [[ναῦς]] ὁρμῶντας, [[Αἴας]] ἀντιτασσόμενος ἐκώλυεν» (Σχόλ.) Ἰλ. Λ. 569.
|btext=3ᵉ sg. <i>impf.</i> προέεργε;<br />empêcher : τινα ὁδεύειν IL qqn de s'avancer.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἐέργω]].
}}
{{elnl
|elnltext=προ-εέργω, ep., verhinderen:. πάντας δὲ προέεργε θοὰς ἐπὶ νῆας ὁδεύειν hij verhinderde allen naar de snelle schepen te gaan Il. 11.569.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=3ᵉ sg. <i>impf.</i> προέεργε;<br />empêcher : τινα ὁδεύειν IL qqn de s’avancer.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἐέργω]].
|elrutext='''προεέργω:''' (= * [[προείργω]]) препятствовать, мешать (τινὰ ὁδεύειν Hom.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 24: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=και άχρ. τ. [[προείργω]] Α<br />(<b>επικ. τ.</b>) [[εμποδίζω]] ή [[σταματώ]] κάποιον στεκόμενος [[μπροστά]] του («[[πάντως]] δὲ προέεργε θοὰς ἐπὶ νῆας ὁδεύειν», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐέργω]], [[άλλος]] τ. του [[ἔργω]] «[[εμποδίζω]], [[αποτρέπω]]»].
|mltxt=και άχρ. τ. [[προείργω]] Α<br />(<b>επικ. τ.</b>) [[εμποδίζω]] ή [[σταματώ]] κάποιον στεκόμενος [[μπροστά]] του («[[πάντως]] δὲ προέεργε θοὰς ἐπὶ νῆας ὁδεύειν», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐέργω]], [[άλλος]] τ. του [[ἔργω]] «[[εμποδίζω]], [[αποτρέπω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προεέργω:''' Επικ. αντί <i>-[[είργω]]</i>, [[σταματώ]] με το να [[στέκομαι]] [[μπροστά]], με αιτ. και απαρ., <i>προέεργε πάντας ὁδεύειν</i>, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{ls
|lstext='''προεέργω''': Ἐπικ. ἀντὶ [[προείργω]], [[ἐμποδίζω]] ἢ σταματῶ ἱστάμενος [[ἔμπροσθεν]], μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., πάντας δὲ προέεργε θοὰς ἐπὶ νῆας ὁδεύειν, «πάντας, φησί, τοὺς Τρῶας, ἐπὶ τὰς [[ναῦς]] ὁρμῶντας, [[Αἴας]] ἀντιτασσόμενος ἐκώλυεν» (Σχόλ.) Ἰλ. Λ. 569.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[epic for -είργω]<br />to [[stop]] by [[standing]] [[before]], c. acc. et inf., προέεργε πάντας ὁδεύειν Il.
}}
}}

Latest revision as of 11:20, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προεέργω Medium diacritics: προεέργω Low diacritics: προεέργω Capitals: ΠΡΟΕΕΡΓΩ
Transliteration A: proeérgō Transliteration B: proeergō Transliteration C: proeergo Beta Code: proee/rgw

English (LSJ)

Ep. for Προείργω, hinder or stop by standing before, c.acc. et inf., πάντας προέεργε ὁδεύειν Il.11.569.

German (Pape)

[Seite 718] ep. statt προείργω, vorher abhalten, hindern, πάντας δὲ προέεργε θοὰς ἐπὶ νῆας ὁδεύειν, Il. 11, 569.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. impf. προέεργε;
empêcher : τινα ὁδεύειν IL qqn de s'avancer.
Étymologie: πρό, ἐέργω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-εέργω, ep., verhinderen:. πάντας δὲ προέεργε θοὰς ἐπὶ νῆας ὁδεύειν hij verhinderde allen naar de snelle schepen te gaan Il. 11.569.

Russian (Dvoretsky)

προεέργω: (= * προείργω) препятствовать, мешать (τινὰ ὁδεύειν Hom.).

English (Autenrieth)

(ϝέργω): hinder (by standing before), w. inf., ipf., Il. 11.569†.

Greek Monolingual

και άχρ. τ. προείργω Α
(επικ. τ.) εμποδίζω ή σταματώ κάποιον στεκόμενος μπροστά του («πάντως δὲ προέεργε θοὰς ἐπὶ νῆας ὁδεύειν», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐέργω, άλλος τ. του ἔργω «εμποδίζω, αποτρέπω»].

Greek Monotonic

προεέργω: Επικ. αντί -είργω, σταματώ με το να στέκομαι μπροστά, με αιτ. και απαρ., προέεργε πάντας ὁδεύειν, σε Ομήρ. Ιλ.

Greek (Liddell-Scott)

προεέργω: Ἐπικ. ἀντὶ προείργω, ἐμποδίζω ἢ σταματῶ ἱστάμενος ἔμπροσθεν, μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., πάντας δὲ προέεργε θοὰς ἐπὶ νῆας ὁδεύειν, «πάντας, φησί, τοὺς Τρῶας, ἐπὶ τὰς ναῦς ὁρμῶντας, Αἴας ἀντιτασσόμενος ἐκώλυεν» (Σχόλ.) Ἰλ. Λ. 569.

Middle Liddell

[epic for -είργω]
to stop by standing before, c. acc. et inf., προέεργε πάντας ὁδεύειν Il.