χθεσινός: Difference between revisions
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
(46) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=chthesinos | |Transliteration C=chthesinos | ||
|Beta Code=xqesino/s | |Beta Code=xqesino/s | ||
|Definition= | |Definition=χθεσινή, χθεσινόν, = [[χθιζός]], [[κραιπάλη]] Luc.''Laps.''1 (wrongly given as Att. by Phryn.295, ''PS'' p.127 B.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1354.png Seite 1354]] gestrig, von gestern; Ar. Ran. 985 Vesp. 281; Luc. pro laps. 1. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1354.png Seite 1354]] gestrig, von gestern; Ar. Ran. 985 Vesp. 281; Luc. pro laps. 1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><i>c.</i> [[χθιζός]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χθεσῐνός:''' Luc. = [[χθιζός]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χθεσῐνός''': -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, οἱ δὲ χθεσινῆς κραιπάλης ἀνάμεστον ἔτι ᾤοντό με [[εἶναι]] Λουκ. ὑπέρ τοῦ Πταίσμ. 1. «[[κραιπάλη]], ἡ χθεσινή [[μέθη]]» Ἀμμώνιος 85 «χθιζινὸν καὶ χθεσινόν· τὸ δὲ χθιζὸν [[Ὅμηρος]]» Α. Β. 73· πρβλ. [[χθιζός]] καὶ [[χθιζινός]]. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 332, 333. | |lstext='''χθεσῐνός''': -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, οἱ δὲ χθεσινῆς κραιπάλης ἀνάμεστον ἔτι ᾤοντό με [[εἶναι]] Λουκ. ὑπέρ τοῦ Πταίσμ. 1. «[[κραιπάλη]], ἡ χθεσινή [[μέθη]]» Ἀμμώνιος 85 «χθιζινὸν καὶ χθεσινόν· τὸ δὲ χθιζὸν [[Ὅμηρος]]» Α. Β. 73· πρβλ. [[χθιζός]] καὶ [[χθιζινός]]. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 332, 333. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=-ή, -ό / [[χθεσινός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και [[χτεσινός]] Ν<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προηγούμενη [[ημέρα]], που έγινε ή συνέβη [[χθες]] (α. «η χθεσινή [[γιορτή]]» β. «τῇ χθεσινῇ τραπέζῃ», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>συνεκδ.</b> [[πρόσφατος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χθές]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινός</i> ([[πρβλ]]. [[πρωινός]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''χθεσῐνός:''' -ή, -όν, = [[χθιζός]], σε Λουκ. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=χθεσῐνός, ή, όν = [[χθιζός]], Luc.] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:20, 25 August 2023
English (LSJ)
χθεσινή, χθεσινόν, = χθιζός, κραιπάλη Luc.Laps.1 (wrongly given as Att. by Phryn.295, PS p.127 B.).
German (Pape)
[Seite 1354] gestrig, von gestern; Ar. Ran. 985 Vesp. 281; Luc. pro laps. 1.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
c. χθιζός.
Russian (Dvoretsky)
χθεσῐνός: Luc. = χθιζός.
Greek (Liddell-Scott)
χθεσῐνός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, οἱ δὲ χθεσινῆς κραιπάλης ἀνάμεστον ἔτι ᾤοντό με εἶναι Λουκ. ὑπέρ τοῦ Πταίσμ. 1. «κραιπάλη, ἡ χθεσινή μέθη» Ἀμμώνιος 85 «χθιζινὸν καὶ χθεσινόν· τὸ δὲ χθιζὸν Ὅμηρος» Α. Β. 73· πρβλ. χθιζός καὶ χθιζινός. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 332, 333.
Greek Monolingual
-ή, -ό / χθεσινός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και χτεσινός Ν
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προηγούμενη ημέρα, που έγινε ή συνέβη χθες (α. «η χθεσινή γιορτή» β. «τῇ χθεσινῇ τραπέζῃ», Ιωάνν. Χρυσ.)
νεοελλ.
συνεκδ. πρόσφατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χθές + κατάλ. -ινός (πρβλ. πρωινός)].
Greek Monotonic
χθεσῐνός: -ή, -όν, = χθιζός, σε Λουκ.
Middle Liddell
χθεσῐνός, ή, όν = χθιζός, Luc.]