χθεσινός: Difference between revisions

From LSJ

μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk

Menander, Monostichoi, 224
(1b)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=chthesinos
|Transliteration C=chthesinos
|Beta Code=xqesino/s
|Beta Code=xqesino/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[χθιζός]], [[κραιπάλη]] <span class="bibl">Luc.<span class="title">Laps.</span>1</span> (wrongly given as Att. by Phryn.295, <span class="bibl"><span class="title">PS</span> p.127</span> B.).</span>
|Definition=χθεσινή, χθεσινόν, = [[χθιζός]], [[κραιπάλη]] Luc.''Laps.''1 (wrongly given as Att. by Phryn.295, ''PS'' p.127 B.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1354.png Seite 1354]] gestrig, von gestern; Ar. Ran. 985 Vesp. 281; Luc. pro laps. 1.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1354.png Seite 1354]] gestrig, von gestern; Ar. Ran. 985 Vesp. 281; Luc. pro laps. 1.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><i>c.</i> [[χθιζός]].
}}
{{elru
|elrutext='''χθεσῐνός:''' Luc. = [[χθιζός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''χθεσῐνός''': -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, οἱ δὲ χθεσινῆς κραιπάλης ἀνάμεστον ἔτι ᾤοντό με [[εἶναι]] Λουκ. ὑπέρ τοῦ Πταίσμ. 1. «[[κραιπάλη]], ἡ χθεσινή [[μέθη]]» Ἀμμώνιος 85 «χθιζινὸν καὶ χθεσινόν· τὸ δὲ χθιζὸν [[Ὅμηρος]]» Α. Β. 73· πρβλ. [[χθιζός]] καὶ [[χθιζινός]]. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 332, 333.
|lstext='''χθεσῐνός''': -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, οἱ δὲ χθεσινῆς κραιπάλης ἀνάμεστον ἔτι ᾤοντό με [[εἶναι]] Λουκ. ὑπέρ τοῦ Πταίσμ. 1. «[[κραιπάλη]], ἡ χθεσινή [[μέθη]]» Ἀμμώνιος 85 «χθιζινὸν καὶ χθεσινόν· τὸ δὲ χθιζὸν [[Ὅμηρος]]» Α. Β. 73· πρβλ. [[χθιζός]] καὶ [[χθιζινός]]. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 332, 333.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><i>c.</i> [[χθιζός]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[χθεσινός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και [[χτεσινός]] Ν<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προηγούμενη [[ημέρα]], που έγινε ή συνέβη [[χθες]] (α. «η χθεσινή [[γιορτή]]» β. «τῇ χθεσινῇ τραπέζῃ», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>συνεκδ.</b> [[πρόσφατος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χθές]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πρω</i>-<i>ινός</i>)].
|mltxt=-ή, -ό / [[χθεσινός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και [[χτεσινός]] Ν<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προηγούμενη [[ημέρα]], που έγινε ή συνέβη [[χθες]] (α. «η χθεσινή [[γιορτή]]» β. «τῇ χθεσινῇ τραπέζῃ», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>συνεκδ.</b> [[πρόσφατος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χθές]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινός</i> ([[πρβλ]]. [[πρωινός]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χθεσῐνός:''' -ή, -όν, = [[χθιζός]], σε Λουκ.
|lsmtext='''χθεσῐνός:''' -ή, -όν, = [[χθιζός]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''χθεσῐνός:''' Luc. = [[χθιζός]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=χθεσῐνός, ή, όν = [[χθιζός]], Luc.]
|mdlsjtxt=χθεσῐνός, ή, όν = [[χθιζός]], Luc.]
}}
}}

Latest revision as of 11:20, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χθεσῐνός Medium diacritics: χθεσινός Low diacritics: χθεσινός Capitals: ΧΘΕΣΙΝΟΣ
Transliteration A: chthesinós Transliteration B: chthesinos Transliteration C: chthesinos Beta Code: xqesino/s

English (LSJ)

χθεσινή, χθεσινόν, = χθιζός, κραιπάλη Luc.Laps.1 (wrongly given as Att. by Phryn.295, PS p.127 B.).

German (Pape)

[Seite 1354] gestrig, von gestern; Ar. Ran. 985 Vesp. 281; Luc. pro laps. 1.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
c. χθιζός.

Russian (Dvoretsky)

χθεσῐνός: Luc. = χθιζός.

Greek (Liddell-Scott)

χθεσῐνός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, οἱ δὲ χθεσινῆς κραιπάλης ἀνάμεστον ἔτι ᾤοντό με εἶναι Λουκ. ὑπέρ τοῦ Πταίσμ. 1. «κραιπάλη, ἡ χθεσινή μέθη» Ἀμμώνιος 85 «χθιζινὸν καὶ χθεσινόν· τὸ δὲ χθιζὸν Ὅμηρος» Α. Β. 73· πρβλ. χθιζός καὶ χθιζινός. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 332, 333.

Greek Monolingual

-ή, -ό / χθεσινός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και χτεσινός Ν
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προηγούμενη ημέρα, που έγινε ή συνέβη χθες (α. «η χθεσινή γιορτή» β. «τῇ χθεσινῇ τραπέζῃ», Ιωάνν. Χρυσ.)
νεοελλ.
συνεκδ. πρόσφατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χθές + κατάλ. -ινός (πρβλ. πρωινός)].

Greek Monotonic

χθεσῐνός: -ή, -όν, = χθιζός, σε Λουκ.

Middle Liddell

χθεσῐνός, ή, όν = χθιζός, Luc.]