θεόθυτος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
(16)
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=theothytos
|Transliteration C=theothytos
|Beta Code=qeo/qutos
|Beta Code=qeo/qutos
|Definition=ον, (θύω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">offered to the gods</b>: <b class="b3">θεόθυτον, τό</b>, <b class="b2">a victim</b>, <span class="bibl">Cratin.417</span> (pl.), cf. <span class="bibl">Poll.1.29</span> (pl.).</span>
|Definition=θεόθυτον, ([[θύω]]) [[offered to the gods]]: [[θεόθυτον]], τό, a [[victim]], Cratin.417 (pl.), cf. Poll.1.29 (pl.).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θεόθῠτος''': -ον, (θύω) προσφερόμενος (ὡς [[θυσία]]) εἰς τοὺς θεοὺς, [[Πολυδ]]. Α΄, 29· θεόθυτον, τό, [[θῦμα]], Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 132.
|lstext='''θεόθῠτος''': -ον, (θύω) προσφερόμενος (ὡς [[θυσία]]) εἰς τοὺς θεοὺς, Πολυδ. Α΄, 29· θεόθυτον, τό, [[θῦμα]], Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 132.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θεόθυτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που προσφέρθηκε ως [[θυσία]] στους θεούς, ο θυσιασμένος στους θεούς<br /><b>2.</b> (το ουδ, ως ουσ.) <i>το θεόθυτον</i><br />το [[θύμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>θυτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>θύω</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>καλλί</i>-<i>θυτος</i>, <i>πάν</i>-<i>θυτος</i>].
|mltxt=[[θεόθυτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που προσφέρθηκε ως [[θυσία]] στους θεούς, ο θυσιασμένος στους θεούς<br /><b>2.</b> (το ουδ, ως ουσ.) <i>το θεόθυτον</i><br />το [[θύμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>θυτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>θύω</i>), [[πρβλ]]. [[καλλίθυτος]], [[πάνθυτος]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:20, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεόθῠτος Medium diacritics: θεόθυτος Low diacritics: θεόθυτος Capitals: ΘΕΟΘΥΤΟΣ
Transliteration A: theóthytos Transliteration B: theothytos Transliteration C: theothytos Beta Code: qeo/qutos

English (LSJ)

θεόθυτον, (θύω) offered to the gods: θεόθυτον, τό, a victim, Cratin.417 (pl.), cf. Poll.1.29 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1195] Gott geopfert, Cratin. bei B. A. 42.

Greek (Liddell-Scott)

θεόθῠτος: -ον, (θύω) προσφερόμενος (ὡς θυσία) εἰς τοὺς θεοὺς, Πολυδ. Α΄, 29· θεόθυτον, τό, θῦμα, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 132.

Greek Monolingual

θεόθυτος, -ον (Α)
1. αυτός που προσφέρθηκε ως θυσία στους θεούς, ο θυσιασμένος στους θεούς
2. (το ουδ, ως ουσ.) το θεόθυτον
το θύμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -θυτος (< θύω), πρβλ. καλλίθυτος, πάνθυτος].