μυριοπληθής: Difference between revisions
εἰς τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=myrioplithis | |Transliteration C=myrioplithis | ||
|Beta Code=murioplhqh/s | |Beta Code=murioplhqh/s | ||
|Definition= | |Definition=μυριοπληθές, [[infinite in number]], [[countless]], E.''IA''571 (lyr.), Anaxandr.41.9 (anap.); στρατός Hld.9.3. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:20, 25 August 2023
English (LSJ)
μυριοπληθές, infinite in number, countless, E.IA571 (lyr.), Anaxandr.41.9 (anap.); στρατός Hld.9.3.
German (Pape)
[Seite 219] ές, von unzähliger Menge, unzählig; κόσμος, Eur. I. A. 571; Pol. 37, 3, 8 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
innombrable, qui se manifeste sous des formes ou en des occasions innombrables.
Étymologie: μυρίος, πλῆθος.
Russian (Dvoretsky)
μῡριοπληθής: бесчисленный в своих проявлениях, бесконечно разнообразный (κόσμος Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
μῡριοπληθής: -ές, ἀναρίθμητος, πολυπληθής, Εὐρ. Ι. Α. 572, Ἀναξανδρίδ. ἐν «Πρωτεσιλάῳ» 1. 9.
Greek Monolingual
μυριοπληθής, -ές (Μ)
άπειρος ως προς το πλήθος, πολυπληθής, αναρίθμητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)- + -πληθής (< πλήθος)].
Greek Monotonic
μυριοπληθής: -ές (πλῆθος), άπειρος ως προς τον αριθμό, σε Ευρ.