ὑψιγέννητος: Difference between revisions

From LSJ

αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο (Odyssey 4.103) → satiety in grief comes soon

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ypsigennitos
|Transliteration C=ypsigennitos
|Beta Code=u(yige/nnhtos
|Beta Code=u(yige/nnhtos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[born on high]], <b class="b3">ἐλαίας ὑψιγέννητος κλάδος</b> its [[topmost]] shoot, <span class="bibl">A.<span class="title">Eu.</span>43</span>.</span>
|Definition=ὑψιγέννητον, [[born on high]], <b class="b3">ἐλαίας ὑψιγέννητος κλάδος</b> its [[topmost]] shoot, A.''Eu.''43.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[qui croît en hauteur]], [[qui pousse haut]].<br />'''Étymologie:''' [[ὕψι]], [[γεννάω]].
}}
{{pape
|ptext=<i>[[hochgeboren]], [[hochgewachsen]]</i>, ἐλαίας θ' ὑψιγέννητον κλάδον Aesch. <i>Eum</i>. 43.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑψιγέννητος:''' [[растущий ввысь]], [[длинный]] (ἐλάας [[κλάδος]] Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑψῐγέννητος''': -ον, ὁ ἐν ὕψει γεννηθείς, φυείς, ἔχοντ’ ἐλαίας θ’ ὑψιγέννητον κλάδον Αἰσχύλ. Εὐμ. 43.
|lstext='''ὑψῐγέννητος''': -ον, ὁ ἐν ὕψει γεννηθείς, φυείς, ἔχοντ’ ἐλαίας θ’ ὑψιγέννητον κλάδον Αἰσχύλ. Εὐμ. 43.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui croît en hauteur, qui pousse haut.<br />'''Étymologie:''' [[ὕψι]], [[γεννάω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει γεννηθεί [[ψηλά]], που έχει αναπτυχθεί σε μεγάλο [[υψόμετρο]] («ἔχοντ' ἐλαίας θ' ὑψιγέννητον κλάδον», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψι</i> «[[ψηλά]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>γέννητος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γεννητός]] <span style="color: red;"><</span> <i>γεννῶ</i>), <b>πρβλ.</b> <i>ἀρτι</i>-<i>γέννητος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει γεννηθεί [[ψηλά]], που έχει αναπτυχθεί σε μεγάλο [[υψόμετρο]] («ἔχοντ' ἐλαίας θ' ὑψιγέννητον κλάδον», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψι</i> «[[ψηλά]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>γέννητος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γεννητός]] <span style="color: red;"><</span> <i>γεννῶ</i>), [[πρβλ]]. [[ἀρτιγέννητος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑψῐγέννητος:''' -ον, αυτός που έχει γεννηθεί [[ψηλά]], ἐλαίας [[ὑψιγέννητος]] [[κλάδος]], το [[κορυφαίο]] της [[βλαστάρι]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ὑψῐγέννητος:''' -ον, αυτός που έχει γεννηθεί [[ψηλά]], ἐλαίας [[ὑψιγέννητος]] [[κλάδος]], το [[κορυφαίο]] της [[βλαστάρι]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑψιγέννητος:''' растущий ввысь, длинный (ἐλάας [[κλάδος]] Aesch.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὑψῐ-γέννητος, ον,<br />[[born]] on [[high]], ἐλαίας [[ὑψιγέννητος]] [[κλάδος]] its [[topmost]] [[shoot]], Aesch.
|mdlsjtxt=ὑψῐ-γέννητος, ον,<br />[[born]] on [[high]], ἐλαίας [[ὑψιγέννητος]] [[κλάδος]] its [[topmost]] [[shoot]], Aesch.
}}
}}

Latest revision as of 11:21, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑψῐγέννητος Medium diacritics: ὑψιγέννητος Low diacritics: υψιγέννητος Capitals: ΥΨΙΓΕΝΝΗΤΟΣ
Transliteration A: hypsigénnētos Transliteration B: hypsigennētos Transliteration C: ypsigennitos Beta Code: u(yige/nnhtos

English (LSJ)

ὑψιγέννητον, born on high, ἐλαίας ὑψιγέννητος κλάδος its topmost shoot, A.Eu.43.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui croît en hauteur, qui pousse haut.
Étymologie: ὕψι, γεννάω.

German (Pape)

hochgeboren, hochgewachsen, ἐλαίας θ' ὑψιγέννητον κλάδον Aesch. Eum. 43.

Russian (Dvoretsky)

ὑψιγέννητος: растущий ввысь, длинный (ἐλάας κλάδος Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑψῐγέννητος: -ον, ὁ ἐν ὕψει γεννηθείς, φυείς, ἔχοντ’ ἐλαίας θ’ ὑψιγέννητον κλάδον Αἰσχύλ. Εὐμ. 43.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει γεννηθεί ψηλά, που έχει αναπτυχθεί σε μεγάλο υψόμετρο («ἔχοντ' ἐλαίας θ' ὑψιγέννητον κλάδον», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -γέννητος (< γεννητός < γεννῶ), πρβλ. ἀρτιγέννητος].

Greek Monotonic

ὑψῐγέννητος: -ον, αυτός που έχει γεννηθεί ψηλά, ἐλαίας ὑψιγέννητος κλάδος, το κορυφαίο της βλαστάρι, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

ὑψῐ-γέννητος, ον,
born on high, ἐλαίας ὑψιγέννητος κλάδος its topmost shoot, Aesch.