ὑψιγέννητος: Difference between revisions

From LSJ

Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt

Menander, Monostichoi, 108
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ypsigennitos
|Transliteration C=ypsigennitos
|Beta Code=u(yige/nnhtos
|Beta Code=u(yige/nnhtos
|Definition=ον, [[born on high]], <b class="b3">ἐλαίας ὑψιγέννητος κλάδος</b> its [[topmost]] shoot, <span class="bibl">A.<span class="title">Eu.</span>43</span>.
|Definition=ὑψιγέννητον, [[born on high]], <b class="b3">ἐλαίας ὑψιγέννητος κλάδος</b> its [[topmost]] shoot, A.''Eu.''43.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Latest revision as of 11:21, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑψῐγέννητος Medium diacritics: ὑψιγέννητος Low diacritics: υψιγέννητος Capitals: ΥΨΙΓΕΝΝΗΤΟΣ
Transliteration A: hypsigénnētos Transliteration B: hypsigennētos Transliteration C: ypsigennitos Beta Code: u(yige/nnhtos

English (LSJ)

ὑψιγέννητον, born on high, ἐλαίας ὑψιγέννητος κλάδος its topmost shoot, A.Eu.43.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui croît en hauteur, qui pousse haut.
Étymologie: ὕψι, γεννάω.

German (Pape)

hochgeboren, hochgewachsen, ἐλαίας θ' ὑψιγέννητον κλάδον Aesch. Eum. 43.

Russian (Dvoretsky)

ὑψιγέννητος: растущий ввысь, длинный (ἐλάας κλάδος Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑψῐγέννητος: -ον, ὁ ἐν ὕψει γεννηθείς, φυείς, ἔχοντ’ ἐλαίας θ’ ὑψιγέννητον κλάδον Αἰσχύλ. Εὐμ. 43.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει γεννηθεί ψηλά, που έχει αναπτυχθεί σε μεγάλο υψόμετρο («ἔχοντ' ἐλαίας θ' ὑψιγέννητον κλάδον», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -γέννητος (< γεννητός < γεννῶ), πρβλ. ἀρτιγέννητος].

Greek Monotonic

ὑψῐγέννητος: -ον, αυτός που έχει γεννηθεί ψηλά, ἐλαίας ὑψιγέννητος κλάδος, το κορυφαίο της βλαστάρι, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

ὑψῐ-γέννητος, ον,
born on high, ἐλαίας ὑψιγέννητος κλάδος its topmost shoot, Aesch.