ἀνδρηλάτης: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=andrilatis
|Transliteration C=andrilatis
|Beta Code=a)ndrhla/ths
|Beta Code=a)ndrhla/ths
|Definition=[ᾰ], ον, ὁ, [[he that drives one from his home]], dub.l. in <span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span>637</span>, cf. Hsch.
|Definition=[ᾰ], ον, ὁ, [[he that drives one from his home]], dub.l. in A.''Th.''637, cf. [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui chasse un homme de ses foyers, qui bannit un homme (en punition d'un crime de sang).<br />'''Étymologie:''' [[ἀνήρ]], [[ἐλαύνω]].
|btext=ου (ὁ) :<br />qui chasse un homme de ses foyers, qui bannit un homme (en punition d'un crime de sang).<br />'''Étymologie:''' [[ἀνήρ]], [[ἐλαύνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνδρηλάτης:''' ου ὁ [[карающий изгнанием]] Aesch.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνδρηλάτης''': [ᾰ], -ου, ὁ, ([[ἐλαύνω]]) ὁ ἀποδιώκων τινὰ ἀπὸ τῆς ἑστίας [[αὐτοῦ]], ἰδίως ὁ [[ἐκδικητής]] τοῦ αἵματος, ἐν περιπτώσει φόνου, Αἰσχύλ. Θ. 637, πρβλ. Ρουγκ. Τίμ., Μυλλ. Εὐμεν. § 44.
|lstext='''ἀνδρηλάτης''': [ᾰ], -ου, ὁ, ([[ἐλαύνω]]) ὁ ἀποδιώκων τινὰ ἀπὸ τῆς ἑστίας αὐτοῦ, ἰδίως ὁ [[ἐκδικητής]] τοῦ αἵματος, ἐν περιπτώσει φόνου, Αἰσχύλ. Θ. 637, πρβλ. Ρουγκ. Τίμ., Μυλλ. Εὐμεν. § 44.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνδρηλάτης:''' [ᾰ], -ου, ὁ ([[ἀνήρ]], [[ἐλαύνω]]), αυτός που αποδιώχνει κάποιον από την [[οικία]] του, [[εκδικητής]] του αίματος, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ἀνδρηλάτης:''' [ᾰ], -ου, ὁ ([[ἀνήρ]], [[ἐλαύνω]]), αυτός που αποδιώχνει κάποιον από την [[οικία]] του, [[εκδικητής]] του αίματος, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνδρηλάτης:''' ου ὁ карающий изгнанием Aesch.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἀνήρ]], [[ἐλαύνω]]<br />he that drives one from [[home]], the [[avenger]] of [[blood]], Aesch.
|mdlsjtxt=[[ἀνήρ]], [[ἐλαύνω]]<br />he that drives one from [[home]], the [[avenger]] of [[blood]], Aesch.
}}
}}

Latest revision as of 11:21, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνδρηλᾰτης Medium diacritics: ἀνδρηλάτης Low diacritics: ανδρηλάτης Capitals: ΑΝΔΡΗΛΑΤΗΣ
Transliteration A: andrēlátēs Transliteration B: andrēlatēs Transliteration C: andrilatis Beta Code: a)ndrhla/ths

English (LSJ)

[ᾰ], ον, ὁ, he that drives one from his home, dub.l. in A.Th.637, cf. Hsch.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ
• Prosodia: [-ᾰ-]
el que expulsaEteocles a Polinices, A.Th.637 (cód.), cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 217] ὁ, Aesch. Spt. 619, der in die Verbannung jagt.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui chasse un homme de ses foyers, qui bannit un homme (en punition d'un crime de sang).
Étymologie: ἀνήρ, ἐλαύνω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνδρηλάτης: ου ὁ карающий изгнанием Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδρηλάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, (ἐλαύνω) ὁ ἀποδιώκων τινὰ ἀπὸ τῆς ἑστίας αὐτοῦ, ἰδίως ὁ ἐκδικητής τοῦ αἵματος, ἐν περιπτώσει φόνου, Αἰσχύλ. Θ. 637, πρβλ. Ρουγκ. Τίμ., Μυλλ. Εὐμεν. § 44.

Greek Monolingual

ἀνδρηλάτης, ὁ (Α)
1. αυτός που διώχνει τους άνδρες από το σπίτι τους
2. μτφ. τιμωρός, εκδικητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνήρ, ἀνδρός + -ηλάτης (< ἐλαύνω «διώχνω»).
ΠΑΡ. ἀνδρηλατῶ].

Greek Monotonic

ἀνδρηλάτης: [ᾰ], -ου, ὁ (ἀνήρ, ἐλαύνω), αυτός που αποδιώχνει κάποιον από την οικία του, εκδικητής του αίματος, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

ἀνήρ, ἐλαύνω
he that drives one from home, the avenger of blood, Aesch.