συναρμοστής: Difference between revisions
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) <i>" to "$1 $2 <i>") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=synarmostis | |Transliteration C=synarmostis | ||
|Beta Code=sunarmosth/s | |Beta Code=sunarmosth/s | ||
|Definition= | |Definition=συναρμοστοῦ, ὁ, [[one who fits together]], λίθων Luc.''Somn.''2; <b class="b3">σ. ὁ θεός</b> Theo Sm.p.12 H. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=συναρμοστής -οῦ, ὁ [συναρμόζω] [[samenvoeger]], [[samensteller]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 11:21, 25 August 2023
English (LSJ)
συναρμοστοῦ, ὁ, one who fits together, λίθων Luc.Somn.2; σ. ὁ θεός Theo Sm.p.12 H.
German (Pape)
[Seite 1004] ὁ, der Zusammenfügende, Verbindende, – der Gefährte des ἁρμοστής, der den Staat einrichten, eine Verfassung einführen hilft, Luc. Tox. 32 Somn. 2.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 celui qui ajuste ou arrange;
2 fig. gouverneur adjoint.
Étymologie: συναρμόζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συναρμοστής -οῦ, ὁ [συναρμόζω] samenvoeger, samensteller.
Russian (Dvoretsky)
συναρμοστής: οῦ ὁ
1 пригоняющий друг к другу камни или каменотес Luc.;
2 сингармост, помощник гармоста (правителя) Luc.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ συναρμόζω
αυτός που συναρμόζει επιμέρους τμήματα σε ένα ενιαίο και αρμονικό σύνολο, συναρμολογητής
μσν.
μτφ. συμφιλιωτής αντιπάλων
αρχ.
α) αυτός που συνέταξε και επέβαλε νομοθεσία, νομοθέτης
β) βοηθός κυβερνήτη, συγκυβερνήτης.
Greek Monotonic
συναρμοστής: -οῦ, ὁ,
I. αυτός που συναρμολογεί, συγκολλά, συνδέει, λίθων, σε Λουκ.
II. συγκυβερνήτης, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
συναρμοστής: -οῦ, ὁ, ὁ συναρμόζων, λίθον ἐργάτην ἀγαθὸν εἶναι καὶ συναρμοστὴν Λουκ. Ἐνύπν. 2. ΙΙ. ὁ ἀπὸ κοινοῦ συμβουλεύων, συμφιλιώνων, Γρηγ. Ναζ., κλπ. ΙΙΙ. ὁ ἀπὸ κοινοῦ ἁρμοστής, βοηθὸς αὐτοῦ, συγκυβερνήτης, Λουκ. Τόξαρ. 32.
Middle Liddell
συν-αρμοστής, οῦ, ὁ,
I. one who fits together, λίθων Luc.
II. a joint-governor, Luc.