συναρμοστής: Difference between revisions
ὡς οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → since unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills
(13_3) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(20 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=synarmostis | |Transliteration C=synarmostis | ||
|Beta Code=sunarmosth/s | |Beta Code=sunarmosth/s | ||
|Definition= | |Definition=συναρμοστοῦ, ὁ, [[one who fits together]], λίθων Luc.''Somn.''2; <b class="b3">σ. ὁ θεός</b> Theo Sm.p.12 H. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1004.png Seite 1004]] ὁ, der Zusammenfügende, Verbindende, – der Gefährte des [[ἁρμοστής]], der den Staat einrichten, eine Verfassung einführen hilft, Luc. Tox. 32 Somn. 2. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1004.png Seite 1004]] ὁ, der Zusammenfügende, Verbindende, – der Gefährte des [[ἁρμοστής]], der den Staat einrichten, eine Verfassung einführen hilft, Luc. Tox. 32 Somn. 2. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> [[celui qui ajuste]] <i>ou</i> arrange;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> gouverneur adjoint.<br />'''Étymologie:''' [[συναρμόζω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συναρμοστής -οῦ, ὁ [συναρμόζω] [[samenvoeger]], [[samensteller]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συναρμοστής:''' οῦ ὁ<br /><b class="num">1</b> [[пригоняющий друг к другу камни или каменотес]] Luc.;<br /><b class="num">2</b> [[сингармост]], [[помощник гармоста]] (правителя) Luc. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΜΑ [[συναρμόζω]]<br />αυτός που συναρμόζει επιμέρους τμήματα σε ένα ενιαίο και αρμονικό [[σύνολο]], [[συναρμολογητής]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> [[συμφιλιωτής]] αντιπάλων<br /><b>αρχ.</b><br />α) αυτός που συνέταξε και επέβαλε [[νομοθεσία]], [[νομοθέτης]]<br />β) [[βοηθός]] κυβερνήτη, [[συγκυβερνήτης]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συναρμοστής:''' -οῦ, ὁ,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που συναρμολογεί, συγκολλά, συνδέει, <i>λίθων</i>, σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[συγκυβερνήτης]], στον ίδ. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''συναρμοστής''': -οῦ, ὁ, ὁ συναρμόζων, λίθον ἐργάτην ἀγαθὸν [[εἶναι]] καὶ συναρμοστὴν Λουκ. Ἐνύπν. 2. ΙΙ. ὁ ἀπὸ κοινοῦ συμβουλεύων, συμφιλιώνων, Γρηγ. Ναζ., κλπ. ΙΙΙ. ὁ ἀπὸ κοινοῦ [[ἁρμοστής]], βοηθὸς [[αὐτοῦ]], συγκυβερνήτης, Λουκ. Τόξαρ. 32. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=συν-αρμοστής, οῦ, ὁ,<br /><b class="num">I.</b> one who fits [[together]], λίθων Luc.<br /><b class="num">II.</b> a [[joint]]-[[governor]], Luc. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:21, 25 August 2023
English (LSJ)
συναρμοστοῦ, ὁ, one who fits together, λίθων Luc.Somn.2; σ. ὁ θεός Theo Sm.p.12 H.
German (Pape)
[Seite 1004] ὁ, der Zusammenfügende, Verbindende, – der Gefährte des ἁρμοστής, der den Staat einrichten, eine Verfassung einführen hilft, Luc. Tox. 32 Somn. 2.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 celui qui ajuste ou arrange;
2 fig. gouverneur adjoint.
Étymologie: συναρμόζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συναρμοστής -οῦ, ὁ [συναρμόζω] samenvoeger, samensteller.
Russian (Dvoretsky)
συναρμοστής: οῦ ὁ
1 пригоняющий друг к другу камни или каменотес Luc.;
2 сингармост, помощник гармоста (правителя) Luc.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ συναρμόζω
αυτός που συναρμόζει επιμέρους τμήματα σε ένα ενιαίο και αρμονικό σύνολο, συναρμολογητής
μσν.
μτφ. συμφιλιωτής αντιπάλων
αρχ.
α) αυτός που συνέταξε και επέβαλε νομοθεσία, νομοθέτης
β) βοηθός κυβερνήτη, συγκυβερνήτης.
Greek Monotonic
συναρμοστής: -οῦ, ὁ,
I. αυτός που συναρμολογεί, συγκολλά, συνδέει, λίθων, σε Λουκ.
II. συγκυβερνήτης, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
συναρμοστής: -οῦ, ὁ, ὁ συναρμόζων, λίθον ἐργάτην ἀγαθὸν εἶναι καὶ συναρμοστὴν Λουκ. Ἐνύπν. 2. ΙΙ. ὁ ἀπὸ κοινοῦ συμβουλεύων, συμφιλιώνων, Γρηγ. Ναζ., κλπ. ΙΙΙ. ὁ ἀπὸ κοινοῦ ἁρμοστής, βοηθὸς αὐτοῦ, συγκυβερνήτης, Λουκ. Τόξαρ. 32.
Middle Liddell
συν-αρμοστής, οῦ, ὁ,
I. one who fits together, λίθων Luc.
II. a joint-governor, Luc.