παμβασιλεύς: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
(30)
m (LSJ1 replacement)
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pamvasileys
|Transliteration C=pamvasileys
|Beta Code=pambasileu/s
|Beta Code=pambasileu/s
|Definition=έως, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">absolute monarch</b>, <span class="bibl">Alc.5</span>, <span class="bibl">LXX<span class="title">Si.</span>50.15</span> (<span class="bibl">17</span>); of Hadrian, <span class="title">Epigr.Gr.</span> 990.3 (Balbilla).</span>
|Definition=-έως, ὁ, [[absolute monarch]], Alc.5, [[LXX]] ''Si.''50.15 (17); of Hadrian, ''Epigr.Gr.'' 990.3 (Balbilla).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0453.png Seite 453]] ὁ, Allherrscher, König Aller, Oberkönig; Arist. pol. 1, 3; Orph. H. 72, 3 u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0453.png Seite 453]] ὁ, Allherrscher, König Aller, Oberkönig; Arist. pol. 1, 3; Orph. H. 72, 3 u. Sp.
}}
{{bailly
|btext=έως (ὁ) :<br />[[roi du monde entier]], [[roi absolu]].<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[βασιλεύς]].
}}
{{elnl
|elnltext=παμβασιλεύς -έως, ὁ &#91;[[πᾶς]], [[βασιλεύς]]] [[almachtige koning]].
}}
{{elru
|elrutext='''παμβᾰσῐλεύς:''' έως ὁ [[самодержавный царь]], [[неограниченный владыка]] Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παμβᾰσιλεύς''': -έως, ὁ, [[ἀπόλυτος]] [[μονάρχης]], παμβασιλῆϊ (Κρονίδῃ) Ἀλκαίου Ἀποσπ. 5, 4, Ἀριστ. Πολιτ. 3. 16, 2, Ἑβδ. (Σειρὰχ Ν΄, 18)· Αἰολ. αἰτ. -βασιλῆα, Συλλ. Ἐπιγρ. 4724. 6.
|lstext='''παμβᾰσιλεύς''': -έως, ὁ, [[ἀπόλυτος]] [[μονάρχης]], παμβασιλῆϊ (Κρονίδῃ) Ἀλκαίου Ἀποσπ. 5, 4, Ἀριστ. Πολιτ. 3. 16, 2, Ἑβδ. (Σειρὰχ Ν΄, 18)· Αἰολ. αἰτ. -βασιλῆα, Συλλ. Ἐπιγρ. 4724. 6.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=έως () :<br />roi du monde entier, roi absolu.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[βασιλεύς]].
|mltxt=ο (ΑΜ [[παμβασιλεύς]], -έως)<br />[[προσωνυμία]] του Θεού και του Ιησού Χριστού ως βασιλέων του σύμπαντος («ἐξέχεεν εἰς θεμέλια θυσιαστηρίου ὀσμὴν εὐωδίας ὑψίστῳ παμβασιλεῖ», ΠΔ.)<br />(μνσ.-αρχ.) ο [[απόλυτος]] [[μονάρχης]], ο [[βασιλεύς]] όλων («Ἁδριανὸν παμβασιλέα»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[βασιλεύς]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''παμβᾰσῐλεύς:''' -έως, ὁ, [[απόλυτος]] [[μονάρχης]], σε Αριστ.
}}
}}
{{grml
{{mdlsj
|mltxt=ο (ΑΜ [[παμβασιλεύς]], -έως)<br />[[προσωνυμία]] του Θεού και του Ιησού Χριστού ως βασιλέων του σύμπαντος («ἐξέχεεν εἰς θεμέλια θυσιαστηρίου ὀσμὴν εὐωδίας ὑψίστῳ παμβασιλεῑ», ΠΔ.)<br />(μνσ.-αρχ.) ο [[απόλυτος]] [[μονάρχης]], ο [[βασιλεύς]] όλων («Ἁδριανὸν παμβασιλέα»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[βασιλεύς]].
|mdlsjtxt=παμ-βᾰσῐλεύς, έως, ὁ,<br />an [[absolute]] [[monarch]], Arist.
}}
}}

Latest revision as of 11:22, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παμβᾰσῐλεύς Medium diacritics: παμβασιλεύς Low diacritics: παμβασιλεύς Capitals: ΠΑΜΒΑΣΙΛΕΥΣ
Transliteration A: pambasileús Transliteration B: pambasileus Transliteration C: pamvasileys Beta Code: pambasileu/s

English (LSJ)

-έως, ὁ, absolute monarch, Alc.5, LXX Si.50.15 (17); of Hadrian, Epigr.Gr. 990.3 (Balbilla).

German (Pape)

[Seite 453] ὁ, Allherrscher, König Aller, Oberkönig; Arist. pol. 1, 3; Orph. H. 72, 3 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
roi du monde entier, roi absolu.
Étymologie: πᾶν, βασιλεύς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παμβασιλεύς -έως, ὁ [πᾶς, βασιλεύς] almachtige koning.

Russian (Dvoretsky)

παμβᾰσῐλεύς: έως ὁ самодержавный царь, неограниченный владыка Arst.

Greek (Liddell-Scott)

παμβᾰσιλεύς: -έως, ὁ, ἀπόλυτος μονάρχης, παμβασιλῆϊ (Κρονίδῃ) Ἀλκαίου Ἀποσπ. 5, 4, Ἀριστ. Πολιτ. 3. 16, 2, Ἑβδ. (Σειρὰχ Ν΄, 18)· Αἰολ. αἰτ. -βασιλῆα, Συλλ. Ἐπιγρ. 4724. 6.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ παμβασιλεύς, -έως)
προσωνυμία του Θεού και του Ιησού Χριστού ως βασιλέων του σύμπαντος («ἐξέχεεν εἰς θεμέλια θυσιαστηρίου ὀσμὴν εὐωδίας ὑψίστῳ παμβασιλεῖ», ΠΔ.)
(μνσ.-αρχ.) ο απόλυτος μονάρχης, ο βασιλεύς όλων («Ἁδριανὸν παμβασιλέα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + βασιλεύς.

Greek Monotonic

παμβᾰσῐλεύς: -έως, ὁ, απόλυτος μονάρχης, σε Αριστ.

Middle Liddell

παμ-βᾰσῐλεύς, έως, ὁ,
an absolute monarch, Arist.