ἀκκώ: Difference between revisions

From LSJ

πρὸς ἠοίων ἢ ἑσπερίων ἀνθρώπων → from men of the east or of the west

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=akko
|Transliteration C=akko
|Beta Code=a)kkw/
|Beta Code=a)kkw/
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[bogey]], that nurses used to frighten children with, Plu. 2.1040b: acc. to others, [[vain woman]], <span class="bibl">Zen.1.53</span>.</span>
|Definition=ἡ, [[bogey]], that nurses used to frighten children with, Plu. 2.1040b: acc. to others, [[vain woman]], Zen.1.53.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0073.png Seite 73]] ἡ, ein eitles Weib, od. = [[μορμώ]], ein Gespenst, mit dem Ammen die Kinder schrecken.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0073.png Seite 73]] ἡ, ein eitles Weib, od. = [[μορμώ]], ein Gespenst, mit dem Ammen die Kinder schrecken.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκκώ:''' οῦς ἡ<br /><b class="num">1</b> [[жеманница]] Plut.;<br /><b class="num">2</b> [[пугало для детей]], [[бука]] Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 17: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀκκώ]], η (Α)<br />[[φόβητρο]], «[[μπαμπούλας]]», [[φάντασμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μια από τις λέξεις που χρησιμοποιούσαν οι Αρχαίοι για να φοβίσουν τα [[παιδιά]]<br />ένα [[είδος]] «θηλυκού μπαμπούλα». Κατά τη [[Σούδα]], η λ. <i>Ἀκκὼ</i> ήταν όνομα γυναίκας γνωστής για την [[ανοησία]] της, που τήν παρουσίαζαν να κουβεντιάζει με το είδωλό της στον καθρέφτη! Στον Ζηνόβιο αναφέρεται η λ. με τη [[σημασία]] «ματαιόδοξης γυναίκας». Επομένως ο όρος [[ἀκκώ]], που χρησιμοποιούνταν, όπως και οι λ. [[Μορμώ]], [[Ἀλφιτώ]] , με την [[έννοια]] του «φόβητρου», αρχικά αναφερόταν [[πιθανώς]] σε [[πρόσωπο]] χαρακτηριστικό για τους μορφασμούς του. Έτσι εξηγείται και η [[σημασία]] του παράγωγου ρήματος [[ἀκκίζομαι]] «[[προσποιούμαι]]» — αρχικά το [[ρήμα]] [[πρέπει]] να σήμαινε «[[κάνω]] μορφασμούς», κατ’ [[επέκταση]] «[[συμπεριφέρομαι]] επιτηδευμένα, [[προσποιούμαι]] [[σεμνοτυφία]], [[αδιαφορία]]» και γενικότερα «[[υποκρίνομαι]]». Η λ. <i>ἀκκὼ</i> [[είναι]] άγνωστης ετυμολ. Πρέπει όμως να [[είναι]] [[συγγενής]] με το σανσκριτικό <i>akk</i><i>ā</i> και το λατινικό κύριο όνομα <i>Acca</i>, που αναφέρεται στην <i>Acca L</i><i>ā</i><i>rentia</i>, την τροφό του Ρωμύλου και του Ρέμου. Είναι χαρακτηριστικό το [[γεγονός]] ότι η λ. <i>ἀκκὼ</i> μόνο στα Ελληνικά χρησιμοποιείται με κακόσημη [[έννοια]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀκκίζομαι]].
|mltxt=[[ἀκκώ]], η (Α)<br />[[φόβητρο]], «[[μπαμπούλας]]», [[φάντασμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μια από τις λέξεις που χρησιμοποιούσαν οι Αρχαίοι για να φοβίσουν τα [[παιδιά]]<br />ένα [[είδος]] «θηλυκού μπαμπούλα». Κατά τη [[Σούδα]], η λ. <i>Ἀκκὼ</i> ήταν όνομα γυναίκας γνωστής για την [[ανοησία]] της, που τήν παρουσίαζαν να κουβεντιάζει με το είδωλό της στον καθρέφτη! Στον Ζηνόβιο αναφέρεται η λ. με τη [[σημασία]] «ματαιόδοξης γυναίκας». Επομένως ο όρος [[ἀκκώ]], που χρησιμοποιούνταν, όπως και οι λ. [[Μορμώ]], [[Ἀλφιτώ]], με την [[έννοια]] του «φόβητρου», αρχικά αναφερόταν [[πιθανώς]] σε [[πρόσωπο]] χαρακτηριστικό για τους μορφασμούς του. Έτσι εξηγείται και η [[σημασία]] του παράγωγου ρήματος [[ἀκκίζομαι]] «[[προσποιούμαι]]» — αρχικά το [[ρήμα]] [[πρέπει]] να σήμαινε «[[κάνω]] μορφασμούς», κατ’ [[επέκταση]] «[[συμπεριφέρομαι]] επιτηδευμένα, [[προσποιούμαι]] [[σεμνοτυφία]], [[αδιαφορία]]» και γενικότερα «[[υποκρίνομαι]]». Η λ. <i>ἀκκὼ</i> [[είναι]] άγνωστης ετυμολ. Πρέπει όμως να [[είναι]] [[συγγενής]] με το σανσκριτικό <i>akk</i><i>ā</i> και το λατινικό κύριο όνομα <i>Acca</i>, που αναφέρεται στην <i>Acca L</i><i>ā</i><i>rentia</i>, την τροφό του Ρωμύλου και του Ρέμου. Είναι χαρακτηριστικό το [[γεγονός]] ότι η λ. <i>ἀκκὼ</i> μόνο στα Ελληνικά χρησιμοποιείται με κακόσημη [[έννοια]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀκκίζομαι]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀκκώ:''' ἡ, [[καλικάντζαρος]], [[εφιάλτης]] ή ανόητη [[γυναίκα]]. (άγν. προέλ.).
|lsmtext='''ἀκκώ:''' ἡ, [[καλικάντζαρος]], [[εφιάλτης]] ή ανόητη [[γυναίκα]]. (άγν. προέλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκκώ:''' οῦς ἡ<br /><b class="num">1)</b> жеманница Plut.;<br /><b class="num">2)</b> пугало для детей, бука Plut.
}}
}}
{{etym
{{etym
|etymtx=-οῦς<br />Grammatical information: f.<br />Meaning: [[bogey]] (Plu. 2, 1040b), acc. to others (Zen. 1, 53) [[vain woman]]. Also PN (Plu.).<br />Derivatives: <b class="b3">ἀκκίζομαι</b> [[adorn oneself]] (Pl.).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: [[Lallwort]], cf. Lat. [[Acca]] ([[Larentia]]), Skt. [[akkā]] (gramm.), also Anatolian (Kretschmer Einleitung 351). Cf. Güntert Kalypso 53f. Cf. <b class="b3">ἀκκω γυνη ἐπὶ μωρίᾳ διαβαλλομένη</b>, <b class="b3">ἥ φασιν ἐνοπτριζομένην τῃ̃ ἰδίᾳ εἰκόνι ὡς ἑτέρᾳ διαλέγεσθαι</b> Suda 1, 87.
|etymtx=-οῦς<br />Grammatical information: f.<br />Meaning: [[bogey]] (Plu. 2, 1040b), acc. to others (Zen. 1, 53) [[vain woman]]. Also PN (Plu.).<br />Derivatives: [[ἀκκίζομαι]] [[adorn oneself]] (Pl.).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: [[Lallwort]], cf. Lat. [[Acca]] ([[Larentia]]), Skt. [[akkā]] (gramm.), also Anatolian (Kretschmer Einleitung 351). Cf. Güntert Kalypso 53f. Cf. <b class="b3">ἀκκω γυνη ἐπὶ μωρίᾳ διαβαλλομένη</b>, <b class="b3">ἥ φασιν ἐνοπτριζομένην τῃ̃ ἰδίᾳ εἰκόνι ὡς ἑτέρᾳ διαλέγεσθαι</b> Suda 1, 87.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''ἀκκώ''': -οῦς<br />{akkṓ}<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': [[Popanz]] (Plu. 2, 1040b), nach anderen (Zen. 1, 53) [[eitles Weib]]. Auch EN (Plu. u. a.).<br />'''Derivative''': Davon [[ἀκκίζομαι]] [[sich verstellen]], [[sich zieren]] (Pl., Men., Alkiphr., Luk. u. a.).<br />'''Etymology''' : Lallwort der Kindersprache, vgl. lat. ''Acca'' (''Larentia''), aind. ''akkā'' (Gramm.), auch kleinasiatisch (Kretschmer Einleitung 351). Vgl. Güntert Kalypso 53f.<br />'''Page''' 1,53
|ftr='''ἀκκώ''': -οῦς<br />{akkṓ}<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': [[Popanz]] (Plu. 2, 1040b), nach anderen (Zen. 1, 53) [[eitles Weib]]. Auch EN (Plu. u. a.).<br />'''Derivative''': Davon [[ἀκκίζομαι]] [[sich verstellen]], [[sich zieren]] (Pl., Men., Alkiphr., Luk. u. a.).<br />'''Etymology''': Lallwort der Kindersprache, vgl. lat. ''Acca'' (''Larentia''), aind. ''akkā'' (Gramm.), auch kleinasiatisch (Kretschmer Einleitung 351). Vgl. Güntert Kalypso 53f.<br />'''Page''' 1,53
}}
}}

Latest revision as of 11:23, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκκώ Medium diacritics: ἀκκώ Low diacritics: ακκώ Capitals: ΑΚΚΩ
Transliteration A: akkṓ Transliteration B: akkō Transliteration C: akko Beta Code: a)kkw/

English (LSJ)

ἡ, bogey, that nurses used to frighten children with, Plu. 2.1040b: acc. to others, vain woman, Zen.1.53.

German (Pape)

[Seite 73] ἡ, ein eitles Weib, od. = μορμώ, ein Gespenst, mit dem Ammen die Kinder schrecken.

Russian (Dvoretsky)

ἀκκώ: οῦς ἡ
1 жеманница Plut.;
2 пугало для детей, бука Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκκώ: ἡ, ὡς τὸ ἀλφιτώ, μορμώ, φάσμα τι ὑποθετικὸβ ἢ φόβητρον, δι’ οὗ αἱ τροφοὶ ἐφόβιζον τὰ παιδία, ἢ κατ’ ἄλλους γύναιον ἐπὶ μωρίᾳ διαβεβοημένον, Ζηνόβ. 1. 53, ἔνθα ἴδε Leutsch.

Greek Monolingual

ἀκκώ, η (Α)
φόβητρο, «μπαμπούλας», φάντασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μια από τις λέξεις που χρησιμοποιούσαν οι Αρχαίοι για να φοβίσουν τα παιδιά
ένα είδος «θηλυκού μπαμπούλα». Κατά τη Σούδα, η λ. Ἀκκὼ ήταν όνομα γυναίκας γνωστής για την ανοησία της, που τήν παρουσίαζαν να κουβεντιάζει με το είδωλό της στον καθρέφτη! Στον Ζηνόβιο αναφέρεται η λ. με τη σημασία «ματαιόδοξης γυναίκας». Επομένως ο όρος ἀκκώ, που χρησιμοποιούνταν, όπως και οι λ. Μορμώ, Ἀλφιτώ, με την έννοια του «φόβητρου», αρχικά αναφερόταν πιθανώς σε πρόσωπο χαρακτηριστικό για τους μορφασμούς του. Έτσι εξηγείται και η σημασία του παράγωγου ρήματος ἀκκίζομαι «προσποιούμαι» — αρχικά το ρήμα πρέπει να σήμαινε «κάνω μορφασμούς», κατ’ επέκταση «συμπεριφέρομαι επιτηδευμένα, προσποιούμαι σεμνοτυφία, αδιαφορία» και γενικότερα «υποκρίνομαι». Η λ. ἀκκὼ είναι άγνωστης ετυμολ. Πρέπει όμως να είναι συγγενής με το σανσκριτικό akkā και το λατινικό κύριο όνομα Acca, που αναφέρεται στην Acca Lārentia, την τροφό του Ρωμύλου και του Ρέμου. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι η λ. ἀκκὼ μόνο στα Ελληνικά χρησιμοποιείται με κακόσημη έννοια.
ΠΑΡ. ἀκκίζομαι.

Greek Monotonic

ἀκκώ: ἡ, καλικάντζαρος, εφιάλτης ή ανόητη γυναίκα. (άγν. προέλ.).

Frisk Etymological English

-οῦς
Grammatical information: f.
Meaning: bogey (Plu. 2, 1040b), acc. to others (Zen. 1, 53) vain woman. Also PN (Plu.).
Derivatives: ἀκκίζομαι adorn oneself (Pl.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Lallwort, cf. Lat. Acca (Larentia), Skt. akkā (gramm.), also Anatolian (Kretschmer Einleitung 351). Cf. Güntert Kalypso 53f. Cf. ἀκκω γυνη ἐπὶ μωρίᾳ διαβαλλομένη, ἥ φασιν ἐνοπτριζομένην τῃ̃ ἰδίᾳ εἰκόνι ὡς ἑτέρᾳ διαλέγεσθαι Suda 1, 87.

Middle Liddell

[Deriv. unknown.]
a bugbear or a silly woman.

Frisk Etymology German

ἀκκώ: -οῦς
{akkṓ}
Grammar: f.
Meaning: Popanz (Plu. 2, 1040b), nach anderen (Zen. 1, 53) eitles Weib. Auch EN (Plu. u. a.).
Derivative: Davon ἀκκίζομαι sich verstellen, sich zieren (Pl., Men., Alkiphr., Luk. u. a.).
Etymology: Lallwort der Kindersprache, vgl. lat. Acca (Larentia), aind. akkā (Gramm.), auch kleinasiatisch (Kretschmer Einleitung 351). Vgl. Güntert Kalypso 53f.
Page 1,53