ὀρθόκρανος: Difference between revisions
Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=orthokranos | |Transliteration C=orthokranos | ||
|Beta Code=o)rqo/kranos | |Beta Code=o)rqo/kranos | ||
|Definition= | |Definition=ὀρθόκρανον, [[having a high head]], [[τύμβος]] ὀρθόκρανος = a [[high]] [[funeral mound]], S.''Ant.''1203. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:24, 25 August 2023
English (LSJ)
ὀρθόκρανον, having a high head, τύμβος ὀρθόκρανος = a high funeral mound, S.Ant.1203.
German (Pape)
[Seite 374] mit grade emporragendem Haupte, τύμβος, ein erhöhter Grabhügel, Soph. Ant. 1188, der Schol. erkl. einfach ὑψηλός.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui dresse son sommet.
Étymologie: ὀρθός, κράνον.
Russian (Dvoretsky)
ὀρθόκρᾱνος: с высокой вершиной, высокий (τύμβος Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀρθόκρᾱνος: -ον, ὁ ἔχων ὑψωμένην τὴν κεφαλήν, τύμβος ὀρθ., ὑψηλὸς τάφος, Σοφ. Ἀντ. 1203.
Greek Monolingual
ὀρθόκρανος, -ον (Α)
αυτός που έχει υψωμένη την κορυφή, ψηλός («τύμβος ὀρθόκρανος», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -κρανος (< κρᾶνον [πρβλ. κρανίον), πρβλ. πολύκρανος].
Greek Monotonic
ὀρθόκρᾱνος: -ον, αυτός που κρατάει υψωμένο το κεφάλι του, υπερήφανος, σε Σοφ.