ἐπεισπαίω: Difference between revisions
καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epeispaio | |Transliteration C=epeispaio | ||
|Beta Code=e)peispai/w | |Beta Code=e)peispai/w | ||
|Definition=[[burst in]], ἐς τὴν οἰκίαν | |Definition=[[burst in]], ἐς τὴν οἰκίαν Ar.''Pl.''805; εἰς τὰ συμπόσια ''Com.Adesp.''439: abs., Luc.''DMeretr.''15.1. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:24, 25 August 2023
English (LSJ)
burst in, ἐς τὴν οἰκίαν Ar.Pl.805; εἰς τὰ συμπόσια Com.Adesp.439: abs., Luc.DMeretr.15.1.
German (Pape)
[Seite 912] (s. παίω), noch dazu, hinterher hineischlagen, -stürzen, Archil. frg. 119; vgl. Ath. I, 7 f u. Suid.; ἀγαθῶν σωρὸς εἰς τὴν οἰκίαν ἐπεισπέπαικεν Ar. Plut. 804; Luc. D. Meretr. 15.
French (Bailly abrégé)
tomber sur, fondre sur.
Étymologie: ἐπί, εἰσπαίω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπεισπαίω: врываться, вторгаться (εἰς τὴν οἰκίαν Arph.) ἐπεισπαίσας Luc. ворвавшись.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπεισπαίω: εἰσορμῶ αἰφνιδίως, εἰσπηδῶ, εἰσέρχομαι, ἡμῖν γὰρ ἀγαθῶν σωρὸς εἰς τὴν οἰκίαν ἐπεισπέπαικεν οὐδὲν ἠδικηκόσι Ἀριστοφ. Πλ. 805· Μυκονίων δίκην ἐπεισπέπαικεν εἰς τὰ συμπόσια Κωμικ. Ἀνώνυμ. 366· - ἀπολ., Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 15. 1.
Greek Monolingual
ἐπεισπαίω (Α)
1. ορμώ, μπαίνω ορμητικά («ἡμῖν γὰρ ἀγαθῶν σωρὸς εἰς τὴν οἰκίαν ἐπεισπέπαικεν», Αριστοφ.)
2. προσκρούω, πέφτω επάνω («τὸν κρατῆρα ἐξέχεεν ἐπεισπαίσας», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εισπαίω «προσκρούω»].
Greek Monotonic
ἐπεισπαίω: μέλ. -σω, εισβάλλω, εἰς τὴν οἰκίαν, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
fut. σω
to burst in, εἰς τὴν οἰκίαν Ar.