χαλκευτός: Difference between revisions

From LSJ

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
(13_3)
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=chalkeftos
|Transliteration C=chalkeftos
|Beta Code=xalkeuto/s
|Beta Code=xalkeuto/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">wrought of metal</b>: metaph., στίχος Πιερίδων χ. ἐπ' ἄκμοσιν <span class="title">AP</span>7.409 (Antip.).</span>
|Definition=χαλκευτή, χαλκευτόν, [[wrought of metal]]: metaph., στίχος Πιερίδων χ. ἐπ' ἄκμοσιν ''AP''7.409 (Antip.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1330.png Seite 1330]] adj. verb. von [[χαλκεύω]], aus Erz od. Metall gearbeitet, geschmiedet, übh. verfertigt, gemacht, [[στίχος]] χαλκευτὸς Πιερίδων ἐπ' ἄκμοσιν Antp. Th. 24 (VII, 409).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1330.png Seite 1330]] adj. verb. von [[χαλκεύω]], aus Erz od. Metall gearbeitet, geschmiedet, übh. verfertigt, gemacht, [[στίχος]] χαλκευτὸς Πιερίδων ἐπ' ἄκμοσιν Antp. Th. 24 (VII, 409).
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />travaillé en airain <i>ou</i> en métal ; fait solidement.<br />'''Étymologie:''' [[χαλκεύω]].
}}
{{elru
|elrutext='''χαλκευτός:''' [adj. verb. к [[χαλκεύω]] выкованный: [[στίχος]] Πιερίδων χαλκευτὸς ἐπ᾽ ἄκμοσιν Anth. стих, выкованный на наковальнях Пиерид.
}}
{{ls
|lstext='''χαλκευτός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ., ὁ ἐκ μετάλλου κατειργασμένος· μεταφορ., [[στίχος]] Πιερίδων χ. ἐπ’ ἄκμοσιν Ἀνθ. Παλ. 7. 409.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[χαλκεύω]]<br /><b>1.</b> κατασκευασμένος από χαλκό ή από [[άλλο]] [[μέταλλο]]<br /><b>2.</b> (γενικά) επεξεργασμένος, κατασκευασμένος («[[στίλος]] Πιερίδων χαλκευτὸς ἐπ' ἄκμοσιν», <b>Ανθ. Παλ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''χαλκευτός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ., αυτός που φτιάχτηκε από [[μέταλλο]], κατεργασμένος, σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[χαλκευτός]], ή, όν verb. adj.]<br />[[wrought]] of [[metal]], [[wrought]], Anth. [from [[χαλκεύω]]
}}
}}

Latest revision as of 11:24, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκευτός Medium diacritics: χαλκευτός Low diacritics: χαλκευτός Capitals: ΧΑΛΚΕΥΤΟΣ
Transliteration A: chalkeutós Transliteration B: chalkeutos Transliteration C: chalkeftos Beta Code: xalkeuto/s

English (LSJ)

χαλκευτή, χαλκευτόν, wrought of metal: metaph., στίχος Πιερίδων χ. ἐπ' ἄκμοσιν AP7.409 (Antip.).

German (Pape)

[Seite 1330] adj. verb. von χαλκεύω, aus Erz od. Metall gearbeitet, geschmiedet, übh. verfertigt, gemacht, στίχος χαλκευτὸς Πιερίδων ἐπ' ἄκμοσιν Antp. Th. 24 (VII, 409).

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
travaillé en airain ou en métal ; fait solidement.
Étymologie: χαλκεύω.

Russian (Dvoretsky)

χαλκευτός: [adj. verb. к χαλκεύω выкованный: στίχος Πιερίδων χαλκευτὸς ἐπ᾽ ἄκμοσιν Anth. стих, выкованный на наковальнях Пиерид.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκευτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ., ὁ ἐκ μετάλλου κατειργασμένος· μεταφορ., στίχος Πιερίδων χ. ἐπ’ ἄκμοσιν Ἀνθ. Παλ. 7. 409.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α χαλκεύω
1. κατασκευασμένος από χαλκό ή από άλλο μέταλλο
2. (γενικά) επεξεργασμένος, κατασκευασμένος («στίλος Πιερίδων χαλκευτὸς ἐπ' ἄκμοσιν», Ανθ. Παλ.).

Greek Monotonic

χαλκευτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ., αυτός που φτιάχτηκε από μέταλλο, κατεργασμένος, σε Ανθ.

Middle Liddell

χαλκευτός, ή, όν verb. adj.]
wrought of metal, wrought, Anth. [from χαλκεύω