μελανδόκος: Difference between revisions

From LSJ

Διάλυε, μὴ σύγκρουε μαχομένους φίλους → Iurgia amicorum solvas, haud intenderis → Den Streit von Freunden schlichte, fache ihn nicht an

Menander, Monostichoi, 122
(3)
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=melandokos
|Transliteration C=melandokos
|Beta Code=melando/kos
|Beta Code=melando/kos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">holding ink</b>, <b class="b3">κίστη, ἄγγος μ</b>., <span class="title">AP</span>6.65 (Paul. Sil.), 68 (Jul.Aeg.).</span>
|Definition=μελανδόκον, [[holding ink]], <b class="b3">κίστη, ἄγγος μ.</b>, ''AP''6.65 (Paul. Sil.), 68 (Jul.Aeg.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0119.png Seite 119]] Schwärze, Tinte fassend, [[ἄγγος]], [[κίστη]], Tintenfaß, Iul. Aeg. 11 (VI, 68) Paul. Sil. 51 (VI, 65).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0119.png Seite 119]] Schwärze, Tinte fassend, [[ἄγγος]], [[κίστη]], Tintenfaß, Iul. Aeg. 11 (VI, 68) Paul. Sil. 51 (VI, 65).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[qui contient le noir]], [[l'encre]].<br />'''Étymologie:''' [[μέλας]], [[δέκομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''μελανδόκος:''' [[содержащий чернила]] ([[ἄγγος]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μελανδόκος''': -ον, ὁ δεχόμενος ἐν ἑαυτῷ μελάνην, [[κίστη]], [[ἄγγος]] μ., Ἀνθ. Π. 6. 65 καὶ 68.
|lstext='''μελανδόκος''': -ον, ὁ δεχόμενος ἐν ἑαυτῷ μελάνην, [[κίστη]], [[ἄγγος]] μ., Ἀνθ. Π. 6. 65 καὶ 68.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui contient le noir, l’encre.<br />'''Étymologie:''' [[μέλας]], [[δέκομαι]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μελανδόκος]] -ον (Α [[μελανδόχος]], -ον)<br />αυτός που δέχεται [[μέσα]] του [[μελάνη]] (α. «κίστην μελανδόκον», <b>Ανθ. Παλ.</b><br />β. «[[ἄγγος]] μελανδόκον», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μελανδόκον</i><br />[[μελανοδοχείο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[δοκός]] και [[δοχός]] (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μηλο</i>-[[δόκος]], <i>ξενο</i>-<i>δόχος</i>].
|mltxt=[[μελανδόκος]] -ον (Α [[μελανδόχος]], -ον)<br />αυτός που δέχεται [[μέσα]] του [[μελάνη]] (α. «κίστην μελανδόκον», <b>Ανθ. Παλ.</b><br />β. «[[ἄγγος]] μελανδόκον», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μελανδόκον</i><br />[[μελανοδοχείο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[δοκός]] και [[δοχός]] (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), [[πρβλ]]. <i>μηλο</i>-[[δόκος]], <i>ξενο</i>-<i>δόχος</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μελανδόκος:''' -ον ([[δέχομαι]]), αυτός που περιέχει [[μελάνι]], [[μελανοδοχείο]], σε Ανθ.
|lsmtext='''μελανδόκος:''' -ον ([[δέχομαι]]), αυτός που περιέχει [[μελάνι]], [[μελανοδοχείο]], σε Ανθ.
}}
}}
{{elru
{{mdlsj
|elrutext='''μελανδόκος:''' содержащий чернила ([[ἄγγος]] Anth.).
|mdlsjtxt=μελαν-[[δόκος]], ον [[δέχομαι]]<br />holding ink, Anth.
}}
}}

Latest revision as of 11:25, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελᾰνδόκος Medium diacritics: μελανδόκος Low diacritics: μελανδόκος Capitals: ΜΕΛΑΝΔΟΚΟΣ
Transliteration A: melandókos Transliteration B: melandokos Transliteration C: melandokos Beta Code: melando/kos

English (LSJ)

μελανδόκον, holding ink, κίστη, ἄγγος μ., AP6.65 (Paul. Sil.), 68 (Jul.Aeg.).

German (Pape)

[Seite 119] Schwärze, Tinte fassend, ἄγγος, κίστη, Tintenfaß, Iul. Aeg. 11 (VI, 68) Paul. Sil. 51 (VI, 65).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui contient le noir, l'encre.
Étymologie: μέλας, δέκομαι.

Russian (Dvoretsky)

μελανδόκος: содержащий чернила (ἄγγος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

μελανδόκος: -ον, ὁ δεχόμενος ἐν ἑαυτῷ μελάνην, κίστη, ἄγγος μ., Ἀνθ. Π. 6. 65 καὶ 68.

Greek Monolingual

μελανδόκος -ον (Α μελανδόχος, -ον)
αυτός που δέχεται μέσα του μελάνη (α. «κίστην μελανδόκον», Ανθ. Παλ.
β. «ἄγγος μελανδόκον», Ανθ. Παλ.)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ μελανδόκον
μελανοδοχείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + δοκός και δοχός (< δέχομαι), πρβλ. μηλο-δόκος, ξενο-δόχος].

Greek Monotonic

μελανδόκος: -ον (δέχομαι), αυτός που περιέχει μελάνι, μελανοδοχείο, σε Ανθ.

Middle Liddell

μελαν-δόκος, ον δέχομαι
holding ink, Anth.