Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σολοικία: Difference between revisions

From LSJ

Ῥῆμα παράκαιρον τὸν ὅλον ἀνατρέπει βίον → Vitae lues vox missa non in tempore → Ein Wort zur Unzeit stülpt das ganze Leben um

Menander, Monostichoi, 466
(c2)
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=soloikia
|Transliteration C=soloikia
|Beta Code=soloiki/a
|Beta Code=soloiki/a
|Definition=ἡ,= <b class="b3">σολοικισμός</b>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Salt.</span>80</span>; <b class="b3">περὶ σολοικίας</b>, title of treatise by Ammonius.
|Definition=ἡ, = [[σολοικισμός]], Luc.''Salt.''80; <b class="b3">περὶ σολοικίας</b>, title of treatise by Ammonius.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0912.png Seite 912]] ἡ, = [[σολοικισμός]], Luc. de salt. 27, 80 σολοικίας δεινὰς ἐν τῇ ὀρχήσει ἐπιδείκνυνται.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0912.png Seite 912]] ἡ, = [[σολοικισμός]], Luc. de salt. 27, 80 σολοικίας δεινὰς ἐν τῇ ὀρχήσει ἐπιδείκνυνται.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />[[incorrection]], [[faute]].<br />'''Étymologie:''' [[σόλοικος]].
}}
{{elru
|elrutext='''σολοικία:''' ἡ [[неправильность]], [[ошибка]] (ἐν τῇ ὀρχήσει Luc.).
}}
{{ls
|lstext='''σολοικία''': ἡ, = [[σολοικισμός]], Λουκ. π. Ὀρχ. 80· ἴδε Ἀμμών. περὶ σολοικίας.
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, Α [[σόλοικος]]<br /><b>1.</b> [[σφάλμα]] στη [[χρήση]] τών λέξεων ή στην [[ακολουθία]] τών προτάσεων, [[σολοικισμός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «Περὶ σολοικίας» — [[τίτλος]] έργου του Αμμωνίου.
}}
{{elnl
|elnltext=σολοικία -ας, ἡ [σόλοικος] zie σολοικισμός incorrectheid, taalfout.
}}
}}

Latest revision as of 11:26, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σολοικία Medium diacritics: σολοικία Low diacritics: σολοικία Capitals: ΣΟΛΟΙΚΙΑ
Transliteration A: soloikía Transliteration B: soloikia Transliteration C: soloikia Beta Code: soloiki/a

English (LSJ)

ἡ, = σολοικισμός, Luc.Salt.80; περὶ σολοικίας, title of treatise by Ammonius.

German (Pape)

[Seite 912] ἡ, = σολοικισμός, Luc. de salt. 27, 80 σολοικίας δεινὰς ἐν τῇ ὀρχήσει ἐπιδείκνυνται.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
incorrection, faute.
Étymologie: σόλοικος.

Russian (Dvoretsky)

σολοικία:неправильность, ошибка (ἐν τῇ ὀρχήσει Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

σολοικία: ἡ, = σολοικισμός, Λουκ. π. Ὀρχ. 80· ἴδε Ἀμμών. περὶ σολοικίας.

Greek Monolingual

ἡ, Α σόλοικος
1. σφάλμα στη χρήση τών λέξεων ή στην ακολουθία τών προτάσεων, σολοικισμός
2. φρ. «Περὶ σολοικίας» — τίτλος έργου του Αμμωνίου.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σολοικία -ας, ἡ [σόλοικος] zie σολοικισμός incorrectheid, taalfout.