γενετικός: Difference between revisions

From LSJ

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source
m (Text replacement - "   " to "")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=genetikos
|Transliteration C=genetikos
|Beta Code=genetiko/s
|Beta Code=genetiko/s
|Definition=ή, όν:—fem. <b class="b3">-κή</b> (sc. [[πτῶσις]]), ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[genitive case]], Sch.<span class="bibl">D.P.449</span>.</span>
|Definition=γενετική, γενετικόν:—fem. [[γενετική]] (''[[sc.]]'' [[πτῶσις]]), ἡ, [[genitive case]], Sch.D.P.449.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν sc. πτῶσις [[caso genitivo]] Sch.D.P.449, cf. [[γενικός]].
|dgtxt=-ή, -όν ''[[sc.]]'' πτῶσις [[caso genitivo]] Sch.D.P.449, cf. [[γενικός]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Μ [[γενετικός]], -ή, -όν) [[γένεσις]]<br />ο [[σχετικός]] με τη [[γένεση]], τη [[δημιουργία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[σχετικός]] με την [[επιστήμη]] της γενετικής<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>Γενετική</i>, <i>η</i><br />[[κλάδος]] της βιολογίας που ασχολείται με την [[κληρονομικότητα]], δηλ. η [[μελέτη]] του τρόπου με τον οποίο τα γονίδια λειτουργούν και μεταβιβάζονται από τους γεννήτορες στους απογόνους<br /><b>μσν.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>γενετική</i>, <i>η</i> η γενική [[πτώση]].
|mltxt=-ή, -ό (Μ [[γενετικός]], -ή, -όν) [[γένεσις]]<br />ο [[σχετικός]] με τη [[γένεση]], τη [[δημιουργία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[σχετικός]] με την [[επιστήμη]] της γενετικής<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>Γενετική</i>, <i>η</i><br />[[κλάδος]] της βιολογίας που ασχολείται με την [[κληρονομικότητα]], δηλ. η [[μελέτη]] του τρόπου με τον οποίο τα γονίδια λειτουργούν και μεταβιβάζονται από τους γεννήτορες στους απογόνους<br /><b>μσν.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>γενετική</i>, <i>η</i> η γενική [[πτώση]].
}}
}}

Latest revision as of 11:27, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γενετικός Medium diacritics: γενετικός Low diacritics: γενετικός Capitals: ΓΕΝΕΤΙΚΟΣ
Transliteration A: genetikós Transliteration B: genetikos Transliteration C: genetikos Beta Code: genetiko/s

English (LSJ)

γενετική, γενετικόν:—fem. γενετική (sc. πτῶσις), ἡ, genitive case, Sch.D.P.449.

Spanish (DGE)

-ή, -όν sc. πτῶσις caso genitivo Sch.D.P.449, cf. γενικός.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ γενετικός, -ή, -όν) γένεσις
ο σχετικός με τη γένεση, τη δημιουργία
νεοελλ.
1. ο σχετικός με την επιστήμη της γενετικής
2. το θηλ. ως ουσ. Γενετική, η
κλάδος της βιολογίας που ασχολείται με την κληρονομικότητα, δηλ. η μελέτη του τρόπου με τον οποίο τα γονίδια λειτουργούν και μεταβιβάζονται από τους γεννήτορες στους απογόνους
μσν.
το θηλ. ως ουσ. γενετική, η η γενική πτώση.