μονώνυχος: Difference between revisions
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
m (pape replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=mononychos | |Transliteration C=mononychos | ||
|Beta Code=monw/nuxos | |Beta Code=monw/nuxos | ||
|Definition= | |Definition=μονώνυχον, = [[μῶνυξ]], ''Gp.''16.1.12: pl. [[μονώνυχα]], τά, of animals, Ph.2.353, Gal.18(1).359. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Latest revision as of 11:28, 25 August 2023
English (LSJ)
μονώνυχον, = μῶνυξ, Gp.16.1.12: pl. μονώνυχα, τά, of animals, Ph.2.353, Gal.18(1).359.
Greek Monolingual
-η, -ο και μώνυχος, -η, -ο (ΑΜ μονώνυχος, -ον και μώνυχος, -ον, Α και μώνυξ, -υχος, ὁ, ἡ, τὸ, Μ και μονώνυξ, -υχος, ὁ, ἡ)
(για ζώα) αυτός που έχει ένα νύχι ή μια χηλή, μονόχηλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -ωνυχος / -ωνυξ (< ὄνυξ, ὄνυχος «νύχι»). Οι τ. μώνυχος / μῶνυξ < μονώνυχος / μονώνυξ με απλολογία. Το -ω- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].
German (Pape)
= μονῶνυξ, Geop.