λευκήρης: Difference between revisions

From LSJ

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=lefkiris
|Transliteration C=lefkiris
|Beta Code=leukh/rhs
|Beta Code=leukh/rhs
|Definition=ες, [[white]], [[blanched]], θρίξ <span class="bibl">A.<span class="title">Pers.</span>1056</span>, dub. in <span class="bibl"><span class="title">PFay.</span>2 iii 32</span> (Lyr., ii A.D.).
|Definition=λευκήρες, [[white]], [[blanched]], θρίξ A.''Pers.''1056, dub. in ''PFay.''2 iii 32 (Lyr., ii A.D.).
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 11:28, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευκήρης Medium diacritics: λευκήρης Low diacritics: λευκήρης Capitals: ΛΕΥΚΗΡΗΣ
Transliteration A: leukḗrēs Transliteration B: leukērēs Transliteration C: lefkiris Beta Code: leukh/rhs

English (LSJ)

λευκήρες, white, blanched, θρίξ A.Pers.1056, dub. in PFay.2 iii 32 (Lyr., ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 33] weiß gefugt, übh. weiß, θρίξ Aesch. Pers. 1013.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
blanc.
Étymologie: λευκός, ἄρω.

Russian (Dvoretsky)

λευκήρης: белый, седой (θρίξ Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

λευκήρης: -ες, λευκός, λελευκασμένος, θρὶξ Αἰσχύλ. Πέρσ. 1056.

Greek Monolingual

λευκήρης, -ες (Α)
λευκός, άσπρος («γενείου λευκήρη τρίχα», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)- + επίθημα -ήρης (< ἀραρίσκω «συνδέω»). Το -η- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει (πρβλ. κωπήρης, ποδήρης)].

Greek Monotonic

λευκήρης: -ες (ἄρω), λευκός, ξασπρισμένος, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

λευκ-ήρης, ες [*ἄρω]
white, blanched, Aesch.