μελλητικός: Difference between revisions

From LSJ

κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)

Source
(b)
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mellitikos
|Transliteration C=mellitikos
|Beta Code=mellhtiko/s
|Beta Code=mellhtiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">inclined to delay</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Phgn.</span>813a5</span>, <span class="bibl">Poll.9.138</span>, Vett. Val.<span class="bibl">18.6</span>.</span>
|Definition=μελλητική, μελλητικόν, [[inclined to delay]], Arist.''Phgn.''813a5, Poll.9.138, Vett. Val.18.6.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0125.png Seite 125]] zum Zögern, Zaudern geneigt, Poll. 9, 138.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0125.png Seite 125]] zum Zögern, Zaudern geneigt, Poll. 9, 138.
}}
{{elru
|elrutext='''μελλητικός:''' [[медлительный]], [[нерешительный]] Arst.
}}
{{ls
|lstext='''μελλητικός''': -ή, -όν, ἔχων κλίσιν ἢ διάθεσιν πρὸς ἀργοπορίαν, Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 44, Πολυδ. Θ΄, 138. Ἐπίρρ. -κῶς, ἐν τῷ μέλλοντι ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἤδη, Ἐπιφάν. σ. 337.
}}
{{grml
|mltxt=[[μελλητικός]], -ή, -όν (Α) [[μελλητής]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[τάση]] να καθυστερεί, [[βραδύς]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μελλητικόν</i><br />[[καρτερία]], [[υπομονή]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μελλητικῶς</i> (Α)<br /><b>1.</b> με ενδοιασμό, με δισταγμό<br /><b>2.</b> στο [[μέλλον]].
}}
}}

Latest revision as of 11:29, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελλητικός Medium diacritics: μελλητικός Low diacritics: μελλητικός Capitals: ΜΕΛΛΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: mellētikós Transliteration B: mellētikos Transliteration C: mellitikos Beta Code: mellhtiko/s

English (LSJ)

μελλητική, μελλητικόν, inclined to delay, Arist.Phgn.813a5, Poll.9.138, Vett. Val.18.6.

German (Pape)

[Seite 125] zum Zögern, Zaudern geneigt, Poll. 9, 138.

Russian (Dvoretsky)

μελλητικός: медлительный, нерешительный Arst.

Greek (Liddell-Scott)

μελλητικός: -ή, -όν, ἔχων κλίσιν ἢ διάθεσιν πρὸς ἀργοπορίαν, Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 44, Πολυδ. Θ΄, 138. Ἐπίρρ. -κῶς, ἐν τῷ μέλλοντι ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἤδη, Ἐπιφάν. σ. 337.

Greek Monolingual

μελλητικός, -ή, -όν (Α) μελλητής
1. αυτός που έχει τάση να καθυστερεί, βραδύς
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μελλητικόν
καρτερία, υπομονή.
επίρρ...
μελλητικῶς (Α)
1. με ενδοιασμό, με δισταγμό
2. στο μέλλον.