σπερματίας: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=spermatias | |Transliteration C=spermatias | ||
|Beta Code=spermati/as | |Beta Code=spermati/as | ||
|Definition= | |Definition=[[σικυός]], ὁ, a cucumber or gourd [[left to ripen for seed]], opp. [[εὐνουχίας]], Cratin.136. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, ΝΜΑ<br />[[καρπός]] που αφήνεται να ωριμάσει [[πάνω]] στο [[φυτό]] για να κρατηθούν, για [[σπορά]], οι σπόροι του, αλλ. [[σπορίτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σπέρμα]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίας</i> ( | |mltxt=ὁ, ΝΜΑ<br />[[καρπός]] που αφήνεται να ωριμάσει [[πάνω]] στο [[φυτό]] για να κρατηθούν, για [[σπορά]], οι σπόροι του, αλλ. [[σπορίτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σπέρμα]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίας</i> ([[πρβλ]]. [[καρκινίας]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:30, 25 August 2023
English (LSJ)
σικυός, ὁ, a cucumber or gourd left to ripen for seed, opp. εὐνουχίας, Cratin.136.
German (Pape)
[Seite 920] ὁ, σικυός, Saamengurke, dem εὐνουχίας entggstzt, Cratin. bei Ath. II, 68 c.
Greek (Liddell-Scott)
σπερμᾰτίας: σικυός, ὁ, ἀγγούριον ἢ κολοκύνθιον ἀφιέμενον νὰ ὡριμάσῃ πρὸς συλλογὴν σπόρων, ἀντίθετον τῷ εὐνουχίας, Κρατῖν. ἐν «Ὀδυσσεῦσιν» 8, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ὁ, ΝΜΑ
καρπός που αφήνεται να ωριμάσει πάνω στο φυτό για να κρατηθούν, για σπορά, οι σπόροι του, αλλ. σπορίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπέρμα, -ατος + κατάλ. -ίας (πρβλ. καρκινίας)].