ὑπερίπταμαι: Difference between revisions

From LSJ

τίς Ἑλλὰς ἢ βάρβαρος ἢ τῶν προπάροιθ' εὐγενετᾶν ἕτερος ἔτλα κακῶν τοσῶνδ' αἵματος ἁμερίου τοιάδ' ἄχεα φανεράwhat woman Greek or foreign or what other scion of ancient nobility has endured of mortal bloodshed's woes so many, such manifest pains

Source
(6)
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=yperiptamai
|Transliteration C=yperiptamai
|Beta Code=u(peri/ptamai
|Beta Code=u(peri/ptamai
|Definition=later form for <b class="b3">ὑπερπέτομαι</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mir.</span>836a33</span>, <span class="bibl">Plu. <span class="title">Num.</span>8</span>; <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> πᾶσαν γῆν <span class="bibl">Max.Tyr.6.6</span>.</span>
|Definition=later form for [[ὑπερπέτομαι]], Arist.''Mir.''836a33, Plu. ''Num.''8; πᾶσαν γῆν Max.Tyr.6.6.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1197.png Seite 1197]] (s. [[ἵπταμαι]]), = [[ὑπερπέτομαι]], oben, darüber wegfliegen, Plut. Num. 8, s. [[ὑπερπέτομαι]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1197.png Seite 1197]] (s. [[ἵπταμαι]]), = [[ὑπερπέτομαι]], oben, darüber wegfliegen, Plut. Num. 8, s. [[ὑπερπέτομαι]].
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ὑπερπτήσομαι, <i>ao.</i> ὑπερεπτάμην, <i>ao.2</i> ὑπερέπτην;<br />voler au-dessus de, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[ἵπταμαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπερίπταμαι:''' Arst., Plut., Luc. = [[ὑπερπέτομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπερίπταμαι''': μεταγεν. [[τύπος]] τοῦ [[ὑπερπέτομαι]], Ἀριστ. π. Θαυμασ. 81, 2, Πλουτ. Νουμ. 8, Λουκ. Ρητόρ. Διδάσκ. 7.
|lstext='''ὑπερίπταμαι''': μεταγεν. [[τύπος]] τοῦ [[ὑπερπέτομαι]], Ἀριστ. π. Θαυμασ. 81, 2, Πλουτ. Νουμ. 8, Λουκ. Ρητόρ. Διδάσκ. 7.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ὑπερπτήσομαι, <i>ao.</i> ὑπερεπτάμην, <i>ao.2</i> ὑπερέπτην;<br />voler au-dessus de, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[ἵπταμαι]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπερίπταμαι:''' μεταγεν. [[τύπος]] του [[ὑπερπέτομαι]], σε Πλούτ., Λουκ.
|lsmtext='''ὑπερίπταμαι:''' μεταγεν. [[τύπος]] του [[ὑπερπέτομαι]], σε Πλούτ., Λουκ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=later form for [[ὑπερπέτομαι]], Plut., Luc.]
}}
}}

Latest revision as of 11:31, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερίπταμαι Medium diacritics: ὑπερίπταμαι Low diacritics: υπερίπταμαι Capitals: ΥΠΕΡΙΠΤΑΜΑΙ
Transliteration A: hyperíptamai Transliteration B: hyperiptamai Transliteration C: yperiptamai Beta Code: u(peri/ptamai

English (LSJ)

later form for ὑπερπέτομαι, Arist.Mir.836a33, Plu. Num.8; πᾶσαν γῆν Max.Tyr.6.6.

German (Pape)

[Seite 1197] (s. ἵπταμαι), = ὑπερπέτομαι, oben, darüber wegfliegen, Plut. Num. 8, s. ὑπερπέτομαι.

French (Bailly abrégé)

f. ὑπερπτήσομαι, ao. ὑπερεπτάμην, ao.2 ὑπερέπτην;
voler au-dessus de, acc..
Étymologie: ὑπέρ, ἵπταμαι.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερίπταμαι: Arst., Plut., Luc. = ὑπερπέτομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερίπταμαι: μεταγεν. τύπος τοῦ ὑπερπέτομαι, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 81, 2, Πλουτ. Νουμ. 8, Λουκ. Ρητόρ. Διδάσκ. 7.

Greek Monolingual

ὑπερίπταμαι ΝΑ
πετώ πάνω από μια περιοχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ἵπταμαι «πετώ», μτγν. τ. του πέτομαι.

Greek Monotonic

ὑπερίπταμαι: μεταγεν. τύπος του ὑπερπέτομαι, σε Πλούτ., Λουκ.

Middle Liddell

later form for ὑπερπέτομαι, Plut., Luc.]