λῄτειρα: Difference between revisions

From LSJ

ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye

Source
m (Text replacement - "cf. <b class="b3">([^\s-\.]*?[αΑάΆΒβΓγΔδεΕέΈΖζηΗήΉΘθιΙίΊϊΪΐΚκΛλΜμΝνΞξοΟςόΌΠπΡρΣσΤτυΥυύΎϋΫΰΦφΧχΨψωΩώΏ]+?[^\s-\.]*?)<\/b>" to "cf. $1")
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 7: Line 7:
|Transliteration B=lēteira
|Transliteration B=lēteira
|Transliteration C=liteira
|Transliteration C=liteira
|Beta Code=lh/&#124;teira
|Beta Code=lh/&#x007C;teira
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">public priestess</b>, <span class="bibl">Call.<span class="title">Fr.</span>123</span>, Hsch.; cf. [[λείτειραι]].</span>
|Definition=ἡ, [[public priestess]], Call.''Fr.''123, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; cf. [[λείτειραι]].
}}
{{ls
|lstext='''λῄτειρα''': ἡ, δημοσία [[ἱέρεια]], Καλλ. Ἀπόσπ. 123, Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[λῄτειρα]], ἡ (Α)<br />[[δημόσια]] [[ιέρεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Θηλυκός τ. του <i>λητῆρες</i> ([[πρβλ]]. [[γενέτειρα]], [[καθηγήτειρα]]) με υπογεγραμμένη πιθ. λόγω επίδρασης από τους τ. <i>λήϊτος</i>, <i>ληΐτη</i> «[[ιέρεια]]» ([[πρβλ]]. [[λήτωρ]])].
}}
{{pape
|ptext=ἡ, fem. zu [[λῃτήρ]], <i>[[öffentliche]] [[Priesterin]]</i>, Callim. bei <i>Schol. Soph. O.C</i>. 489.
}}
}}

Latest revision as of 11:32, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῄτειρα Medium diacritics: λῄτειρα Low diacritics: λήτειρα Capitals: ΛΗΤΕΙΡΑ
Transliteration A: lḗiteira Transliteration B: lēteira Transliteration C: liteira Beta Code: lh/|teira

English (LSJ)

ἡ, public priestess, Call.Fr.123, Hsch.; cf. λείτειραι.

Greek (Liddell-Scott)

λῄτειρα: ἡ, δημοσία ἱέρεια, Καλλ. Ἀπόσπ. 123, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

λῄτειρα, ἡ (Α)
δημόσια ιέρεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλυκός τ. του λητῆρες (πρβλ. γενέτειρα, καθηγήτειρα) με υπογεγραμμένη πιθ. λόγω επίδρασης από τους τ. λήϊτος, ληΐτη «ιέρεια» (πρβλ. λήτωρ)].

German (Pape)

ἡ, fem. zu λῃτήρ, öffentliche Priesterin, Callim. bei Schol. Soph. O.C. 489.