νεικεστήρ: Difference between revisions

From LSJ

Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir

Menander, Monostichoi, 453
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=neikestir
|Transliteration C=neikestir
|Beta Code=neikesth/r
|Beta Code=neikesth/r
|Definition=ῆρος, ὁ, [[wrangler]]: c. gen., [[one who wrangles with]], ἐσθλῶν ν. <span class="bibl">Hes.<span class="title">Op.</span> 716</span>.
|Definition=νεικεστῆρος, ὁ, [[wrangler]]: c. gen., [[one who wrangles with]], ἐσθλῶν ν. Hes.''Op.'' 716.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:32, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεικεστήρ Medium diacritics: νεικεστήρ Low diacritics: νεικεστήρ Capitals: ΝΕΙΚΕΣΤΗΡ
Transliteration A: neikestḗr Transliteration B: neikestēr Transliteration C: neikestir Beta Code: neikesth/r

English (LSJ)

νεικεστῆρος, ὁ, wrangler: c. gen., one who wrangles with, ἐσθλῶν ν. Hes.Op. 716.

German (Pape)

[Seite 236] ῆρος, ὁ, der Zankende, Streitende, Scheltende, ἐσθλῶν, Hes. O. 718.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
querelleur, agresseur.
Étymologie: νεικέω.

Russian (Dvoretsky)

νεικεστήρ: ῆρος ὁ ругатель, хулитель (ἐσθλῶν Hes.).

Greek (Liddell-Scott)

νεικεστήρ: ῆρος, ὁ, ὁ φιλόνικος, κακολόγος ἄνθρωπος, κατήγορος, μετὰ γεν, ὁ ψέγων, κακολογῶν τινα, ἐσθλῶν ν. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 714· - παρ’ Ἡσύχ.: «νεικέσσιος· πολέμιος».

Greek Monolingual

νεικεστήρ και, κατά δ. γρφ., νεικητήρ, -ῆρος, ὁ (Α)
1. κατήγορος, επιτημητής
2. φιλόνικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νεικεσ- (πρβλ. απρμφ. αόρ. νεικέσ(σ)αι του ρ. νεικέω) + επίθημα -τήρ, δηλωτικό του δράστη ενέργειας, πρβλ. μνηστήρ, ναστήρ].

Greek Monotonic

νεικεστήρ: -ῆρος, ὁ, αυτός που καυγαδίζει με κάποιον άλλο, φιλόνικος, κακολόγος, φιλοκατήγορος άνθρωπος· με γεν., αυτός που κατηγορεί κάποιον, σε Ησίοδ.

Middle Liddell

νεικεστήρ, ῆρος, ὁ,
one who wrangles with another, c. gen., Hes. [from νεικέω