πολύϊχθυς: Difference between revisions
From LSJ
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=polyichthys | |Transliteration C=polyichthys | ||
|Beta Code=polu/i+xqus | |Beta Code=polu/i+xqus | ||
|Definition=υος, ὁ, ἡ, [[abounding in fish]], ποταμός | |Definition=υος, ὁ, ἡ, [[abounding in fish]], ποταμός Str.3.3.1:—also [[πολυΐχθυος]], ον, ''h.Ap.''417. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πολύϊχθυς:''' -υος, ὁ, ἡ, [[άφθονος]] σε ψάρια, σε Στράβ.· επίσης - | |lsmtext='''πολύϊχθυς:''' -υος, ὁ, ἡ, [[άφθονος]] σε ψάρια, σε Στράβ.· επίσης -ΐχθυος, <i>-ον</i>, σε Ομηρ. Ύμν. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:32, 25 August 2023
English (LSJ)
υος, ὁ, ἡ, abounding in fish, ποταμός Str.3.3.1:—also πολυΐχθυος, ον, h.Ap.417.
German (Pape)
[Seite 663] ὁ, ἡ, fischreich, Strab. 3, 3, 1.
French (Bailly abrégé)
υος (ὁ, ἡ)
abondant en poissons.
Étymologie: πολύς, ἰχθύς.
Greek (Liddell-Scott)
πολύϊχθυς: -υος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πλῆθος ἰχθύων, Στράβ. 152· ― οὕτω, πολυΐχθυος, ον, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 417.
Greek Monolingual
ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει πολλά ψάρια («πολύϊχθυς ποταμός», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -ιχθύς (< ἰχθῦς), πρβλ. εύϊχθυς].
Greek Monotonic
πολύϊχθυς: -υος, ὁ, ἡ, άφθονος σε ψάρια, σε Στράβ.· επίσης -ΐχθυος, -ον, σε Ομηρ. Ύμν.