ὀρθίασμα: Difference between revisions
Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=orthiasma | |Transliteration C=orthiasma | ||
|Beta Code=o)rqi/asma | |Beta Code=o)rqi/asma | ||
|Definition=ατος, τό, [[a high pitch of voice]]: in plural, [[loud commanding tones]], | |Definition=-ατος, τό, [[a high pitch of voice]]: in plural, [[loud commanding tones]], [[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]''1042. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:33, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό, a high pitch of voice: in plural, loud commanding tones, Ar.Ach.1042.
German (Pape)
[Seite 373] τό, die laut erhobene Stimme, der Ruf, Schrei, Ar. Ach. 1006.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
parole ou appel d'une voix criarde, cri aigu.
Étymologie: ὀρθιάζω.
Russian (Dvoretsky)
ὀρθίασμα: ατος τό крик, окрик Arph.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρθίασμα: τό, ὑψηλός τόνος φωνῆς· ἐν τῷ πληθυντ., διαταγαὶ μεγαλοφώνως διδόμεναι, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1042.
Greek Monolingual
ὀρθίασμα, τὸ (Α) ορθιάζω
1. υψηλός τόνος φωνής, ομιλία με δυνατή φωνή, κραυγή
2. στον πληθ. τὰ ὀρθιάσματα
διαταγές που δίνονται μεγαλοφώνως.
Greek Monotonic
ὀρθίασμα: -ατος, τό, υψηλός τόνος φωνής· στον πληθ., υψηλοί προστακτικοί τόνοι, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
ὀρθίασμα, ατος, τό, [from ὀρθιάζω
a high pitch of voice: in plural loud commanding tones, Ar.