δόλωμα: Difference between revisions
μὴ ἐν πολλοῖς ὀλίγα λέγε, ἀλλ΄ ἐν ὀλίγοις πολλά → don't say little in many words, but much in a few words (Stobaeus quoting Pythagoras)
(Bailly1_2) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(13 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=doloma | |Transliteration C=doloma | ||
|Beta Code=do/lwma | |Beta Code=do/lwma | ||
|Definition=ατος, τό, | |Definition=-ατος, τό, [[trick]], [[deceit]], A.''Ch.''1003; [[stratagem]], [[ruse]], Aen. Tact.8.2 (pl.). | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[trampa]], [[estratagema]] τῷδε ... δολώματι πολλοὺς ἀναιρῶν A.<i>Ch</i>.1003, χρὴ κατασκευάζεσθαι δολώματα τοῖς ἀποβαίνουσι Aen.Tact.8.2. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0655.png Seite 655]] τό, List, Betrug, Aesch. Ch. 997 u. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0655.png Seite 655]] τό, List, Betrug, Aesch. Ch. 997 u. Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />[[piège]], [[ruse]].<br />'''Étymologie:''' [[δολόω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δόλωμα:''' ατος τό хитрость, коварная уловка, обман Aesch. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δόλωμα''': τό, [[τέχνασμα]], [[δόλος]], Αἰσχύλ. Χο. 1003. | |lstext='''δόλωμα''': τό, [[τέχνασμα]], [[δόλος]], Αἰσχύλ. Χο. 1003. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=το (AM [[δόλωμα]])<br />[[κάθε]] [[μέσο]] ή [[τέχνασμα]] που έχει σκοπό την [[εξαπάτηση]]<br />(«δεν έπιασε το [[δόλωμα]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[δελεασμός]]<br /><b>2.</b> [[νοθεία]]<br /><b>3.</b> <b>(ειδ.)</b> [[κομμάτι]] τροφής που στερεώνεται σε [[παγίδα]] ή [[αγκίστρι]] για να τραβήξει την [[προσοχή]] του θύματος, [[δέλεαρ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[στρατήγημα]], [[πανουργία]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δόλωμα:''' -ατος, τό, [[τέχνασμα]], [[δόλος]], σε Αισχύλ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[δόλωμα]], ατος, τό, [from [[δολόω]] <i>n</i><br />a [[trick]], [[deceit]], Aesch. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:33, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό, trick, deceit, A.Ch.1003; stratagem, ruse, Aen. Tact.8.2 (pl.).
Spanish (DGE)
-ματος, τό
trampa, estratagema τῷδε ... δολώματι πολλοὺς ἀναιρῶν A.Ch.1003, χρὴ κατασκευάζεσθαι δολώματα τοῖς ἀποβαίνουσι Aen.Tact.8.2.
German (Pape)
[Seite 655] τό, List, Betrug, Aesch. Ch. 997 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
piège, ruse.
Étymologie: δολόω.
Russian (Dvoretsky)
δόλωμα: ατος τό хитрость, коварная уловка, обман Aesch.
Greek (Liddell-Scott)
δόλωμα: τό, τέχνασμα, δόλος, Αἰσχύλ. Χο. 1003.
Greek Monolingual
το (AM δόλωμα)
κάθε μέσο ή τέχνασμα που έχει σκοπό την εξαπάτηση
(«δεν έπιασε το δόλωμα»)
νεοελλ.
1. ο δελεασμός
2. νοθεία
3. (ειδ.) κομμάτι τροφής που στερεώνεται σε παγίδα ή αγκίστρι για να τραβήξει την προσοχή του θύματος, δέλεαρ
αρχ.
στρατήγημα, πανουργία.
Greek Monotonic
δόλωμα: -ατος, τό, τέχνασμα, δόλος, σε Αισχύλ.