σκιατραφής: Difference between revisions
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=skiatrafis | |Transliteration C=skiatrafis | ||
|Beta Code=skiatrafh/s | |Beta Code=skiatrafh/s | ||
|Definition= | |Definition=σκιατραφές, [[brought up in the shade]], i.e. [[leading a sedentary life]], Agath.1.7. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:36, 25 August 2023
English (LSJ)
σκιατραφές, brought up in the shade, i.e. leading a sedentary life, Agath.1.7.
German (Pape)
[Seite 898] ές, im Schatten erzogen, d. i. zu Hause, in der Stube, hinterm Ofen, bei sitzender Lebensart, nicht wie der Landmann unter freiem Himmel; dah. übh. weichlich erzogen, stubensitzerisch, umbratilis, umbraticus; ἀνδράριον σκ. καὶ ἁβροδίαιτον, Suid.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
élevé, grandi à l'ombre, càd qui mène une vie (trop) sédentaire, mou.
Étymologie: σκιά, τρέφω.
Greek (Liddell-Scott)
σκιᾱτρᾰφής: -ές, (τρέφω) ὁ ἀνατρεφόμενος ἐν τῇ σκιᾷ, δηλ. ζῶν ἐν σκιᾷ, διάγων βίον ἑδραῖον, «καθιστικόν», Λατ. umbratilis, Ἀγαθ. Ἱστ. 1. 7.
Greek Monolingual
-ές, ΝΑ
αυτός που κάνει καθιστική ζωή, μαλθακός, μαμμόθρεφτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκιά + -τραφής (< τρέφω), πρβλ. μηροτραφής].
Greek Monotonic
σκῐᾱτρᾰφής: -ές (τρέφω), αυτός που ανατράφηκε στη σκιά, που δηλαδή δεν είναι σκληραγωγημένος, μαλθακός, τρυφηλός.