ταχυκίνητος: Difference between revisions

From LSJ

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότεafter taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source
(12)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tachykinitos
|Transliteration C=tachykinitos
|Beta Code=taxuki/nhtos
|Beta Code=taxuki/nhtos
|Definition=[<b class="b3">], ον</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">moving quickly</b>, Gal.19.631, <span class="bibl">Porph.<span class="title">in Harm.</span> p.240</span> W., Adam.2.45.</span>
|Definition=[ῑ], ον, [[moving quickly]], Gal.19.631, Porph.''in Harm.'' p.240 W., Adam.2.45.
}}
{{ls
|lstext='''τᾰχῠκίνητος''': -ον, ὁ [[ταχέως]] κινούμενος, Πολέμωνος Φυσιογν. σ. 284, Πορφ., κλπ.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[ταχυκίνητος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που κινείται με [[ταχύτητα]], [[ευκίνητος]], [[γοργοκίνητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ταχυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κινητός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>κινῶ</i>), [[πρβλ]]. [[βραδυκίνητος]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:40, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰχῠκίνητος Medium diacritics: ταχυκίνητος Low diacritics: ταχυκίνητος Capitals: ΤΑΧΥΚΙΝΗΤΟΣ
Transliteration A: tachykínētos Transliteration B: tachykinētos Transliteration C: tachykinitos Beta Code: taxuki/nhtos

English (LSJ)

[ῑ], ον, moving quickly, Gal.19.631, Porph.in Harm. p.240 W., Adam.2.45.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰχῠκίνητος: -ον, ὁ ταχέως κινούμενος, Πολέμωνος Φυσιογν. σ. 284, Πορφ., κλπ.

Greek Monolingual

-η, -ο / ταχυκίνητος, -ον, ΝΑ
αυτός που κινείται με ταχύτητα, ευκίνητος, γοργοκίνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + κινητός (< κινῶ), πρβλ. βραδυκίνητος].