προεκδέχομαι: Difference between revisions
From LSJ
Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=proekdechomai | |Transliteration C=proekdechomai | ||
|Beta Code=proekde/xomai | |Beta Code=proekde/xomai | ||
|Definition=[[intercept before]], ὄρη π. ἀνέμους | |Definition=[[intercept before]], ὄρη π. ἀνέμους Str.15.3.10; τοὺς κινδύνους J.''BJ''7.6.4. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:40, 25 August 2023
English (LSJ)
intercept before, ὄρη π. ἀνέμους Str.15.3.10; τοὺς κινδύνους J.BJ7.6.4.
German (Pape)
[Seite 718] (s. δέχομαι), dep. med., vorher auffangen; Strab. XV; Ios.
French (Bailly abrégé)
soutenir le premier choc de, acc..
Étymologie: πρό, ἐκδέχομαι.
Greek (Liddell-Scott)
προεκδέχομαι: ἀποθετ., ἐμποδίζω, παρεμποδίζω πρότερον, Στράβ. 15, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 7. 6, 4.
Greek Monolingual
Α
ανακόπτω την πορεία με παρεμβολή, αναχαιτίζω προηγουμένως («ὅρη ὑψηλά τὰ προεκδεχόμενα ἅπαντα τους... ἀνέμους», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐκδέχομαι «αναλαμβάνω, παίρνω πάνω μου, συγκρατώ»].
Greek Monotonic
προεκδέχομαι: αποθ., εμποδίζω από πριν, σε Στράβ.