λυτρωτής: Difference between revisions
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lytrotis | |Transliteration C=lytrotis | ||
|Beta Code=lutrwth/s | |Beta Code=lutrwth/s | ||
|Definition= | |Definition=λυτρωτοῦ, ὁ, [[ransomer]], [[redeemer]], [[LXX]] ''Ps.''18(19).15, ''Act.Ap.''7.35. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 11:40, 25 August 2023
English (LSJ)
λυτρωτοῦ, ὁ, ransomer, redeemer, LXX Ps.18(19).15, Act.Ap.7.35.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
libérateur, rédempteur.
Étymologie: λυτρόω.
German (Pape)
ὁ, der Loskaufende, Erlöser, K.S.
Russian (Dvoretsky)
λυτρωτής: οῦ ὁ освободитель, избавитель NT.
Greek (Liddell-Scott)
λυτρωτής: -οῦ, ὁ, ὁ ἀπολυτρώνων, ἐλευθερωτής, Πράξ. Ἀποστ. ζ΄, 35, Ἐκκλ.
English (Strong)
from λυτρόω; a redeemer (figuratively): deliverer.
English (Thayer)
λυτρωτου, ὁ (λυτρόω), redeemer; deliverer, liberator: Sept. Philo de sacrif. Ab. et Cain. § 37 under the end); for גֹּאֵל, of God, Psalm 78:35>). Not found in secular authors.
Greek Monolingual
ο (AM λυτρωτής) λυτρώνω
1. αυτός που απαλλάσσει από κάτι, ελευθερωτής, σωτήρας
2. φρ. «ο λυτρωτής του κόσμου» ή, απλώς, «ο Λυτρωτής» — ο Ιησούς Χριστός.
Greek Monotonic
λυτρωτής: -οῦ, ὁ (λυτρόω), απολυτρωτής, ελευθερωτής, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
λυτρωτής, οῦ, λυτρόω
a ransomer, redeemer, NTest.
Chinese
原文音譯:lutrwt»j 呂特羅帖士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:釋放(者)
字義溯源:救贖者,解救者,釋放者;源自(λυτρόω)=救贖);而 (λυτρόω)出自(λύτρον)=贖價), (λύτρον)又出自(λύω)*=解開)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 解救者(1) 徒7:35