Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μονόκωπος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=monokopos
|Transliteration C=monokopos
|Beta Code=mono/kwpos
|Beta Code=mono/kwpos
|Definition=ον, [[with one oar]]: poet., [[with one ship]], <span class="bibl">E.<span class="title">Hel.</span>1128</span> (lyr.).
|Definition=μονόκωπον, [[with one oar]]: ''poet.'', [[with one ship]], E.''Hel.''1128 (lyr.).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui rame seul ; qui n’a qu'une rame.<br />'''Étymologie:''' [[μόνος]], [[κώπη]].
|btext=ος, ον :<br />qui rame seul ; qui n'a qu'une rame.<br />'''Étymologie:''' [[μόνος]], [[κώπη]].
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[μονόκωπος]], -ον)<br />αυτός που έχει ένα μόνο [[κουπί]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για λέμβο) αυτή που έχει έναν κωπηλάτη σε [[κάθε]] πάγκο<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει ένα μόνο [[πλοίο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κωπος</i>(<span style="color: red;"><</span> [[κώπη]] «[[κουπί]]»), [[πρβλ]]. <i>μακρό</i>-<i>κωπος</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[μονόκωπος]], -ον)<br />αυτός που έχει ένα μόνο [[κουπί]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για λέμβο) αυτή που έχει έναν κωπηλάτη σε [[κάθε]] πάγκο<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει ένα μόνο [[πλοίο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κωπος</i>(<span style="color: red;"><</span> [[κώπη]] «[[κουπί]]»), [[πρβλ]]. [[μακρόκωπος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 11:41, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόκωπος Medium diacritics: μονόκωπος Low diacritics: μονόκωπος Capitals: ΜΟΝΟΚΩΠΟΣ
Transliteration A: monókōpos Transliteration B: monokōpos Transliteration C: monokopos Beta Code: mono/kwpos

English (LSJ)

μονόκωπον, with one oar: poet., with one ship, E.Hel.1128 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 203] allein rudernd, ἀνήρ, Eur. Hel. 1139.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui rame seul ; qui n'a qu'une rame.
Étymologie: μόνος, κώπη.

Russian (Dvoretsky)

μονόκωπος: один работающий веслами, одиноко гребущий (ἀνήρ Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

μονόκωπος: -ον, ὁ ἔχων μίαν μόνον κώπην· ποιητ., ὁ ἔχων ἓν μόνον πλοῖον, Εὐρ. Ἑλ. 1128.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μονόκωπος, -ον)
αυτός που έχει ένα μόνο κουπί
νεοελλ.
(για λέμβο) αυτή που έχει έναν κωπηλάτη σε κάθε πάγκο
αρχ.
αυτός που έχει ένα μόνο πλοίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -κωπος(< κώπη «κουπί»), πρβλ. μακρόκωπος].

Greek Monotonic

μονόκωπος: -ον (κώπη), αυτός που έχει μόνο ένα κουπί ή μόνο ένα πλοίο, σε Ευρ.

Middle Liddell

μονό-κωπος, ον [κωπή]
with one oar or one ship, Eur.