παλίμβουλος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=palimvoulos | |Transliteration C=palimvoulos | ||
|Beta Code=pali/mboulos | |Beta Code=pali/mboulos | ||
|Definition= | |Definition=[[falsa lectio|f.l.]] for [[παλίμβολος]], Id.1.15, Sch.Th.3.37, Eust. 375.1. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:44, 25 August 2023
English (LSJ)
f.l. for παλίμβολος, Id.1.15, Sch.Th.3.37, Eust. 375.1.
German (Pape)
[Seite 448] den Entschluß ändernd, Sp., wie Schol. Thuc. 3, 37.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ παλίμβουλος, -ον)
αυτός που δεν έχει σταθερή βούληση, αυτός που αλλάζει εύκολα γνώμη ή θέληση, ταλαντευόμενος, άστατος
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ παλίμβουλον
η παλιμβουλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -βουλος (< βουλή)].