ἀποχρήματος: Difference between revisions
ὦ παῖδες Ἑλλήνων ἴτε ἐλευθεροῦτε πατρίδ', ἐλευθεροῦτε δὲ παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τέ πατρῴων ἕδη, θήκας τε προγόνων: νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών. → O children of the Greeks, go, free your homeland, free also your children, your wives, the temples of your fathers' gods, and the tombs of your ancestors: now the struggle is for all things.
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=apochrimatos | |Transliteration C=apochrimatos | ||
|Beta Code=a)poxrh/matos | |Beta Code=a)poxrh/matos | ||
|Definition= | |Definition=[[ζημία]] ἀποχρήματος = [[forfeiture]] [[of my inheritance]], A.''Ch.''275. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{DGE | ||
| | |dgtxt=(ἀποχρήμᾰτος) -ον<br />[[consistente en dinero]], [[pecuniario]] ζημία A.<i>Ch</i>.277. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />ruineux.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[χρῆμα]]. | |btext=ος, ον :<br />[[ruineux]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[χρῆμα]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀποχρήματος:''' [[разорительный]], [[делающий нищим]] (ζημίαι Aesch.). | |||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''ἀποχρήματος''': -ον, ὁ, ἀποχρημάτοισι ζημίαις ταυρούμενον, ὀργιζόμενον διὰ τὴν ἁρπαγὴν τῆς πατρικῆς περιουσίας, ἄλλοι ὑπολαμβάνουσι τὸ ἀποχρήματοι ζημίαι = ἀχρήματοι τιμωρίαι, δηλ. τιμωρίαι δι’ αἵματος, Αἰσχύλ. Χο. 275, πρβλ. καὶ 301. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀποχρήματος:''' -ον = [[ἀχρήματος]]· [[ζημία]] [[ἀποχρήματος]], [[ποινή]] που δεν είναι χρηματική, [[ποινή]] που εκτίεται με [[αίμα]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ἀποχρήματος:''' -ον = [[ἀχρήματος]]· [[ζημία]] [[ἀποχρήματος]], [[ποινή]] που δεν είναι χρηματική, [[ποινή]] που εκτίεται με [[αίμα]], σε Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt== [[ἀχρήματος]]<br />[[ζημία]] ἀποχρ. a [[penalty]] but not of [[money]], Aesch. | |mdlsjtxt== [[ἀχρήματος]]<br />[[ζημία]] ἀποχρ. a [[penalty]] but not of [[money]], Aesch. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:45, 25 August 2023
English (LSJ)
ζημία ἀποχρήματος = forfeiture of my inheritance, A.Ch.275.
Spanish (DGE)
(ἀποχρήμᾰτος) -ον
consistente en dinero, pecuniario ζημία A.Ch.277.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
ruineux.
Étymologie: ἀπό, χρῆμα.
Russian (Dvoretsky)
ἀποχρήματος: разорительный, делающий нищим (ζημίαι Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποχρήματος: -ον, ὁ, ἀποχρημάτοισι ζημίαις ταυρούμενον, ὀργιζόμενον διὰ τὴν ἁρπαγὴν τῆς πατρικῆς περιουσίας, ἄλλοι ὑπολαμβάνουσι τὸ ἀποχρήματοι ζημίαι = ἀχρήματοι τιμωρίαι, δηλ. τιμωρίαι δι’ αἵματος, Αἰσχύλ. Χο. 275, πρβλ. καὶ 301.
Greek Monolingual
ἀποχρήματος, -ον (Α)
φρ. «ἀποχρήματος ζημία» — αποστέρηση των δικαιωμάτων πάνω στην πατρική περιουσία.
Greek Monotonic
ἀποχρήματος: -ον = ἀχρήματος· ζημία ἀποχρήματος, ποινή που δεν είναι χρηματική, ποινή που εκτίεται με αίμα, σε Αισχύλ.