πολυρροίβδητος: Difference between revisions

From LSJ

ο φίλος τον φίλον εν πόνοις και κινδύνοις ου λείπει → a friend does not abandon his friend in difficulties and in danger, a friend in need is a friend indeed

Source
(10)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(20 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polyrroivditos
|Transliteration C=polyrroivditos
|Beta Code=polurroi/bdhtos
|Beta Code=polurroi/bdhtos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">much-whirring</b>, ἄτρακτος <span class="title">AP</span>6.160 (Antip. Sid.).</span>
|Definition=πολυρροίβδητον, [[much-whirring]], ἄτρακτος ''AP''6.160 (Antip. Sid.).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[que l'on tire avec grand bruit]].<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[ῥοιβδέω]].
}}
{{elnl
|elnltext=πολυρροίβδητος -ον &#91;[[πολύς]], [[ῥοιβδέω]]] [[vele draaiingen makend]]:. ἄτρακτος weefspoel AP 6.160.3.
}}
{{pape
|ptext=<i>viel, oft od. sehr [[unter]] [[Geräusch]] [[umgedreht]]</i>, [[ἄτρακτος]], Antip.Sid. 26 (VI.160).
}}
{{elru
|elrutext='''πολυρροίβδητος:''' [[вращающийся с гудением]], [[гудящий]] ([[ἄτρακτος]] Anth.).
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που στροβιλίζεται, που περιστρέφεται πολύ, [[πολυδίνητος]], ή αυτός που περιστρέφεται [[γρήγορα]] [[παράγοντας]] ταυτόχρονα πολύ θόρυβο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ῥοιβδῶ</i> «κινούμαι ορμητικά»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολυρροίβδητος:''' -ον, αυτός που περιστρέφεται [[γρήγορα]], σε Ανθ.
}}
{{ls
|lstext='''πολυρροίβδητος''': -ον, ὁ θορυβωδῶς ἐν τάχει περιστρεφόμενος, [[πολυδίνητος]], ἄτρακτος Ἀνθ. Π. 6. 160.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πολυρ-ροίβδητος, ον,<br />[[much]]-whirring, Anth.
}}
}}

Latest revision as of 11:46, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυρροίβδητος Medium diacritics: πολυρροίβδητος Low diacritics: πολυρροίβδητος Capitals: ΠΟΛΥΡΡΟΙΒΔΗΤΟΣ
Transliteration A: polyrroíbdētos Transliteration B: polyrroibdētos Transliteration C: polyrroivditos Beta Code: polurroi/bdhtos

English (LSJ)

πολυρροίβδητον, much-whirring, ἄτρακτος AP6.160 (Antip. Sid.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
que l'on tire avec grand bruit.
Étymologie: πολύς, ῥοιβδέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυρροίβδητος -ον [πολύς, ῥοιβδέω] vele draaiingen makend:. ἄτρακτος weefspoel AP 6.160.3.

German (Pape)

viel, oft od. sehr unter Geräusch umgedreht, ἄτρακτος, Antip.Sid. 26 (VI.160).

Russian (Dvoretsky)

πολυρροίβδητος: вращающийся с гудением, гудящий (ἄτρακτος Anth.).

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που στροβιλίζεται, που περιστρέφεται πολύ, πολυδίνητος, ή αυτός που περιστρέφεται γρήγορα παράγοντας ταυτόχρονα πολύ θόρυβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ῥοιβδῶ «κινούμαι ορμητικά»].

Greek Monotonic

πολυρροίβδητος: -ον, αυτός που περιστρέφεται γρήγορα, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

πολυρροίβδητος: -ον, ὁ θορυβωδῶς ἐν τάχει περιστρεφόμενος, πολυδίνητος, ἄτρακτος Ἀνθ. Π. 6. 160.

Middle Liddell

πολυρ-ροίβδητος, ον,
much-whirring, Anth.