ὑψαύχενος: Difference between revisions
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ypsaychenos | |Transliteration C=ypsaychenos | ||
|Beta Code=u(yau/xenos | |Beta Code=u(yau/xenos | ||
|Definition= | |Definition=ὑψαύχενον, = [[ὑψαύχην]], [[Ἄραβες]] Tim.Gaz. ap. Ar.Byz.''Epit.'' 147.27. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[ὑψαύχενος]], -ον, ΝΜΑ, και ύψαύχην, -ενος, ὁ, ἡ, Α<br /><b>μτφ.</b> [[υπεροπτικός]], [[αλαζόνας]], [[ακατάδεχτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[άλογο]]) αυτός που κρατά [[ψηλά]] το [[κεφάλι]]<br /><b>2.</b> (για [[φιάλη]]) αυτός που έχει ψηλό λαιμό<br /><b>3.</b> (για [[κάθισμα]]) αυτός που έχει ψηλό [[ερεισίνωτο]], ψηλή [[ράχη]]<br /><b>4.</b> (για [[δέντρο]]) [[ψηλός]] («ἐλάτην ὑψαύχενα ἴδοιμ' ἄν», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψι</i> «[[ψηλά]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>αύχενος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αὐχήν]], -[[ένος]]), | |mltxt=-η, -ο / [[ὑψαύχενος]], -ον, ΝΜΑ, και ύψαύχην, -ενος, ὁ, ἡ, Α<br /><b>μτφ.</b> [[υπεροπτικός]], [[αλαζόνας]], [[ακατάδεχτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[άλογο]]) αυτός που κρατά [[ψηλά]] το [[κεφάλι]]<br /><b>2.</b> (για [[φιάλη]]) αυτός που έχει ψηλό λαιμό<br /><b>3.</b> (για [[κάθισμα]]) αυτός που έχει ψηλό [[ερεισίνωτο]], ψηλή [[ράχη]]<br /><b>4.</b> (για [[δέντρο]]) [[ψηλός]] («ἐλάτην ὑψαύχενα ἴδοιμ' ἄν», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψι</i> «[[ψηλά]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>αύχενος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αὐχήν]], -[[ένος]]), [[πρβλ]]. [[ἐριαύχην]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:47, 25 August 2023
English (LSJ)
ὑψαύχενον, = ὑψαύχην, Ἄραβες Tim.Gaz. ap. Ar.Byz.Epit. 147.27.
Greek (Liddell-Scott)
ὑψαύχενος: -ον, = ὑψαύχην, Χρησμ. Σιβ. 8. 37· τὸ γαῦρον καὶ ὑψαύχενον Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σ. 338Α.
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑψαύχενος, -ον, ΝΜΑ, και ύψαύχην, -ενος, ὁ, ἡ, Α
μτφ. υπεροπτικός, αλαζόνας, ακατάδεχτος
αρχ.
1. (για άλογο) αυτός που κρατά ψηλά το κεφάλι
2. (για φιάλη) αυτός που έχει ψηλό λαιμό
3. (για κάθισμα) αυτός που έχει ψηλό ερεισίνωτο, ψηλή ράχη
4. (για δέντρο) ψηλός («ἐλάτην ὑψαύχενα ἴδοιμ' ἄν», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -αύχενος (< αὐχήν, -ένος), πρβλ. ἐριαύχην].